Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

 

Η ανεξίτηλη γραφίδα του Δημήτρη Μπρούχου

στο παλίμψηστο του Β’ Αρρένων (2ου ΓΕΛ) Θεσσαλονίκης

Γιώργος Ι. Συνεφάκης

-------------------------------------------------------------------------------

Εισήγηση στην εκδήλωση του ΙΚΤΙΝΟΥ προς τιμήν του στις 20/3ου 2024

 

Όταν μου πρότεινε ο φίλτατος Δημήτρης Μπρούχος, ένας καταξιωμένος ποιητής, λογοτέχνης και στιχουργός, να μιλήσω στην εκδήλωση που οργάνωσε ο ΙΚΤΙΝΟΣ προς τιμήν του, υποσυνείδητα ένοιωσα ότι πρέπει να αρνηθώ. Τι δουλειά έχω εγώ, ένας αρχιτέκτων-πολεοδόμος μηχανικός, ένας ερασιτέχνης αναγνώστης των έργων του και ερασιτέχνης ακροατής των μελοποιημένων στίχων του, να μιλήσω για το έργο ενός καταξιωμένου ποιητή και στιχουργού; Αλλά όταν με κάρφωσε με το αφοπλιστικό και διεισδυτικό του βλέμμα, αναγκάστηκα να ψελλίσω ένα ΝΑΙ, θεωρώντας τιμή μου που με επέλεξε ως ομιλητή. Είδα μετά και τον κατάλογο των εγκρίτων ομιλητών της εκδήλωσης, που καλύπτουν όλο το φάσμα του τεράστιου έργου του Μπρούχου και πάγωσα ακόμη περισσότερο, φοβούμενος τις επικαλύψεις, μιά που με τοποθέτησε ως τελευταίο ομιλητή.

Εν πάση περιπτώσει, είπα να το παλέψω, διότι πέραν όλων των άλλων φιλικών μου αισθημάτων προς αυτόν, η μεγάλη αγάπη του Δημήτρη Μπρούχου για το Σχολείο μας το Β’ Αρρένων -το σημερινό 2ο ΓΕΛ- με συγκινεί, δεδομένου ότι ο Σύλλογος αποφοίτων του, ο ΙΚΤΙΝΟΣ, είναι δικό μας παιδί που βγήκε από τα σπλάχνα μας και που είχα την τιμή να είμαι ο 1ος του Πρόεδρος από το 2012 που ιδρύθηκε, έως το 2015.

Ο τίτλος της εισήγησής μου προκύπτει από την άποψή μου ότι το Β’ Αρρένων, νυν 2ο ΓΕΛ,, (όπως και κάθε εκπαιδευτική δομή), αποτελεί ένα παλίμψηστο, -μάλιστα ένα πολυπαλίμψηστο, εάν μου επιτρέπεται ο όρος-, όπου χρόνο με τον χρόνο γράφεται η ιστορία διά χειρός μαθητών και καθηγητών, πάντα στο πλαίσιο της περιρρέουσας κοινωνικής ατμόσφαιρας στις συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές.

Μία από τις γραφίδες, είναι και εκείνη του Δημήτρη Μπρούχου, τον οποίο τιμάμε σήμερα. Επώνυμος ποιητής, λογοτέχνης και στιχουργός, διαμάντι ύφους και ήθους, αλλά έξω από τα αθηνοκεντρικά κυκλώματα. Έρχεται να προσθέσει το όνομά του στους διακεκριμένους διαχρονικά αποφοίτους του Σχολείου μας, που ήδη 8 από αυτούς τιμήσαμε ως ΙΚΤΙΝΟΣ (Ανδρόνικος, Χριστιανόπουλος, Βακαλόπουλος, Βαφόπουλος, Καραγάτσης, Βαρβιτσιώτης, Σπύρου, Βουτσάς) ονοματίζοντας ισάριθμες αίθουσες του Λυκείου και που άλλους τόσους περίπου θα τιμήσει ανάλογα και το Γυμνάσιο, λίαν προσεχώς.

Σ’ αυτό λοιπόν το παλίμψηστο ηλικίας 110 ετών του Σχολείου μας, όπως και σε κάθε παλίμψηστο, ο ποιητής ξύνει με την γραφίδα του στην περγαμηνή ό,τι θέλει, αλλά κυρίως όπως θέλει. Όμως σ’ αυτόν τον περίεργο και αλλοπρόσαλλο τόπο που ζούμε, άλλα χαράζει ο ποιητής και συνήθως άλλα απαγγέλει ή ακόμη και αποκρύπτει ο δημόσιος τελάλης, ειδικά ο τελάλης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση του Μπρούχου όμως, έχουμε την ευτυχή σύμπτωση, του να ταυτίζονται ποιητής και τελάλης. Ο Δημήτρης Μπρούχος είναι ο δημόσιος τελάλης της γραφής του, μιάς γραφής ανθρώπινης, καθαρής, τρυφερής, ερωτικής, που συμπυκνώνει σε στίχους-καρφιά καημούς, χαρές, παράπονα, μεράκια, λύπες, νίκες ή και ήττες. Οι στίχοι αυτοί, γεμάτοι αλληγορίες και δομημένοι σε συμπαγείς στροφές, συνήθως με ρίμες ιαμβικού ενδεκασύλλαβου ή δεκαπεντασύλλαβου, ζευγαρωτές ή σταυρωτές με τομές και επενδεδυμένοι με θεσπέσιες πεντάγραμμες νότες, σε κάνουν με την στεντόρεια φωνή τους να νοιώθεις ότι σε διαπερνά ένα ρίγος αληθινής ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου, ότι επώνυμοι μουσικοί και τραγουδιστές, μας μετέφεραν επάξια το έργο του.

Προσωπικά, κατά τα μαθητικά μου χρόνια στο 6τάξιο Β’ Αρρένων -είμαι απόφοιτος του 1969-, έχοντας βιώσει εβδομαδιαίως τα πέντε 7ωρα και το ένα σαββατιάτικο 6ωρο, σε μία «πειραματική» θα έλεγα σύζευξη πρακτικού και κλασικού, με όλα τα μαθήματα θεωρητικής και θετικής κατεύθυνσης επί 6 χρόνια, με γοήτευαν πέραν των άλλων θετικών, πάντα στα μαθήματα περί Ομήρου και Βιργιλίου οι ιαμβικές πολυσύλλαβες ραψωδίες και η μουσικότητα του ρυθμού τους. Μάλιστα, στο λεύκωμα που έγραψα για το ιωβηλαίο των 50 χρόνων από την αποφοίτησή μας το 2019 (βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Σχολείου), κατέγραψα ως ερασιτέχνης ποιητής, σε ιαμβικό 15σύλλαβο ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας, τα 6 χρόνια της φοίτησής μου εδώ, από την 1η έως και την 6η τάξη, με απ’ ό,τι μου είπαν, σχετική επιτυχία.

Σκέφτηκα λοιπόν να ανατρέξω στα στιχουργικά μελοποιημένα πονήματα του Μπρούχου και να προσπαθήσω για κάποια απ’ αυτά -λόγω και του πεπερασμένου χρόνου που μου παραχωρήθηκε-, να συνθέσω από το περιεχόμενό τους, μία τετράστιχη στροφή για κάθε τραγούδι, σε ιαμβικό κατά κόρον 15σύλλαβο, ένα ποτ-πουρί, κάτι σαν μία «ασεβή» σπονδή στον ίδιο και στο έργο του. Ίσως αυτή η προσπάθειά μου να προσδώσει μια άλλη νότα στην εκδήλωση, δεδομένου ότι οι προλαλήσαντες θα έχουν σίγουρα αναλύσει σε βάθος και ακτινογραφήσει τον έντεχνο ποιητικό λόγο του Δημήτρη Μπρούχου.

Θυμήθηκα μία ρήση του νομπελίστα Ντάριο Φο, που την είχα ακούσει στα μέσα της 10ετίας του ’70, η οποία μου άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά, όσον αφορά στα ακούσματα ενός τραγουδιού. Ο Ντάριο Φο είχε πει: «Εάν θέλεις να αξιολογήσεις ένα τραγούδι, πρώτα απομόνωσε τελείως την μουσική και διάβασε μόνον τους στίχους, ώστε να ακουμπήσεις τις έννοιες και την φιλοσοφία τους. Μετά, απομόνωσε τα λόγια και άκουσε μόνον την μουσική, ώστε να νοιώσεις τον ρυθμό της. Εάν σου αρέσουν και τα δύο, τότε το τραγούδι είναι καλό και μπορείς να το απολαύσεις»

Με αυτήν την λογική λοιπόν, κάθισα και άκουσα την μελοποιημένη ποίηση των τραγουδιών του Δημήτρη Μπρούχου. Σημειώνω εδώ, κάτι που ίσως διαφεύγει στους περισσότερους από εμάς. Στην Ελλάδα, είθισται κατά κόρον να ταυτίζουμε ένα τραγούδι με τον τραγουδιστή, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τους δημιουργούς του, στιχουργούς και συνθέτες. Λέμε π.χ. ένα τραγούδι του Νταλάρα ή του Μητροπάνου, ενώ αυτοί είναι απλώς οι εκτελεστές. Μόνον στα διάσημα ονόματα κάνουμε αναφορά στους δημιουργούς, π.χ. Χατζηδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο ή Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη κ.ο.κ. Καιρός είναι να αρχίσουμε να προτάσσουμε πάντα τους δημιουργούς και σε δεύτερη αναφορά τους εκτελεστές.

 Καταπιάστηκα λοιπόν με κάποιους στίχους του που έγιναν τραγούδια, 10 τον αριθμό:

Το τασάκι, Ξημερώνει, Απόδειξέ το, Βεγγαλικά πολύχρωμα, Για να μην ξεχνώ θυμάμαι, Αιγαίου φως, Έλληνας γνήσιος, Τα παλιά τα τραίνα, Το καπάρο, Και το λέμε ζωή

Συστήνω φυσικά ανεπιφύλακτα, σε όσες και όσους δεν έχουν διαβάσει το στιχουργικό έργο του Μπρούχου, να το κάνουν, διότι θα ευφρανθεί η καρδία τους.

Πάμε λοιπόν, ξεκινώντας με έναν πρόλογο δικό μου:


Όταν μου ‘κανε πρόταση ο Μπρούχος να μιλήσω

Σ’ εκδήλωση του Δεύτερου κι έτσι να τον τιμήσω

Κάθισα και μελέτησα τους όμορφούς του στίχους

Που διάσημοι επένδυσαν πανέμορφα με ήχους

 

Είδα πως χρησιμοποιεί με φίνα μαεστρία

Τις ιαμβικές τις συλλαβές, λες κι είναι ραψωδία

Και άρχισα να προσπαθώ, με στίχους του να παίξω

Σαν λεκτικό εράνισμα, πουλόβερ να του πλέξω

 

Σμίγοντας λόγια όμορφα απ’ τα ποιήματά του

Και λέξεις μέσα απ’ την ψυχή, όλες απ’ την σοδειά του

Να ράψω σταυροβελονιά, αγάπες κι απουσίες

Να καρικώσω όνειρα, όρκους κι αμφιβολίες

 

Το Τασάκι

Ξεκίνησα με μάγισσες, τσιγάρα και τασάκια

Με γράμματ’ ανεπίδοτα και με κρυφά γελάκια

Με σάπιο πλοίο αραχτό, δίχως γερό κατάρτι

Με της ψυχής τα κύματα να μοιάζουν με αντάρτη

 

Βεγγαλικά πολύχρωμα

Πήρα μετά βεγγαλικά, πήγα και στην πλατεία

Γιά να γεμίσω ουρανούς, να είναι σαν μαγεία

Φώναξα και τα όργανα, κορίτσια να χορέψουν

Δείχνοντας τα στριφώματα, τα μάτια μας να τέρψουν.

 

Απόδειξέ το

Ήρθε μετά μια όμορφη, που όρκο δεν κρατούσε

Για το πώς ένοιωθε αυτός, ποτέ της δεν ρωτούσε

Καράβι ακυβέρνητο που δεν πιάνει λιμάνι

Γι’ απόδειξη ότι μ’ αγαπά, ούτε νεύμα δεν κάνει

 

Αιγαίου φως

Μιά άλλη που την κάλεσε για να την σεργιανίσει

Και στου Αιγαίου τα νερά, μέσα να την βαφτίσει

Με βάρκα και βαρκάρισσα μιά γελαστή γοργόνα

Και με νονό με τρίαινα, τον όσιο Ποσειδώνα

 

Έλληνας γνήσιος

Μέσ’ του καιρού του τον κρατήρα, ανάβει άστρα λαμπερά

Και ονειρεύεται και κλαίει, αντρίκεια δάκρυα αλμυρά

Σφιχτά κρατώντας μες΄ τη χούφτα, του έρωτα ένα κλειδί

Κράμα μιάς έρμης χαρμολύπης, Έλληνας γνήσιος δηλαδή

 

Τα παλιά τα τραίνα

Τα παλιά τα τρένα, τα ξενιτεμένα, είναι αραγμένα

Έχουν της λησμονιάς σκουριά και παραπονεμένα

Θυμίζουν ζεϊμπέκικα μεράκια Καζαντζίδη

Και δάκρυα της ξενιτιάς σαν το στερνό ταξίδι

 

Το καπάρο

Θα πάρω πίσω το καπάρο, από τα ρέστα της ζωής

Και θα καρφώσω ένα τσιγάρο μέσα στο στόμα της ψυχής

θα γράψω ύστερα ένα γράμμα, με μία πένα κοφτερή

Κι αφού θα σου το απαγγείλω, μετά θα κάψω το χαρτί

 

Για να μην ξεχνώ θυμάμαι

Προσεύχεται το δάκρυ μου, ποτίζοντας τραγούδια

Του ήλιου οι ακτίνες τρέφουνε, ρίζες, πέτρες, λουλούδια

Τα όνειρά μου στον γκρεμό, μα εγώ δεν τα φοβάμαι

Διότι άγγελοι τα σώσαν για να μην ξεχνώ, θυμάμαι.

 

Και το λέμε ζωή - (Μεταφέρω από σεβασμό, άθικτη την τελευταία στροφή του πρωτοτύπου)

Πόσα παιδιά πεθαίνουν πάνω στον Πλανήτη,

πόσα κλαδιά καμένα κείτονται στη γη

και πόσο φως απ’ της ψυχής μας τον φεγγίτη,

να στείλει ο ήλιος να γιατρέψει μια πληγή.

 

Πλησιάζοντας προς το τέλος, παραθέτω αυτούσιο ένα εξαιρετικό πόνημά του.

Έχει τίτλο «Κατάδυση»:

Πρέπει να κατεβώ μέχρι το μηδέν. Να πήξω τη γλώσσα μου. Να λύσω το χορό των συμφώνων. Να λάβω το χρίσμα των φωνηέντων. Να ξεντυθώ το χιτώνα των Πρωτοπλάστων. Και νʼ ανοίξω τον κύκλο των εργασιών μου. Σκάβοντας βαθιά. Για τον Ουρανό.

Τελειώνοντας, του χαρίζω ένα τμήμα από το λεύκωμα που έγραψα για το ιωβηλαίο των 50 χρόνων από την αποφοίτησή μου το 2019 από το Β’ Αρρένων, το Σχολείο μας, που το αγαπάει κι αυτός τόσο πολύ:


Παλίμψηστο είναι το Σχολειό, περγαμηνή αιώνια

Που ξύνανε επάνω της στα δύσκολα τα χρόνια

Εκατοντάδες μαθητές χαράξαν τη ζωή τους

Σε Κατοχές κι Εμφύλιους αφήσαν την κραυγή τους

 

Και συνεχίζουνε διαρκώς να ξύνουν κάθε χρόνο

Επάνω στο παλίμψηστο, χαρές, λύπες και πόνο

Φουρνιές-φουρνιές οι μαθητές που διαρκώς θηλάζουν

Απ’ της παιδείας τον μαστό και δεν εφησυχάζουν.

 

Θα μείνουν ανεξίτηλα της νιότης μας τα χρόνια

Και θα τα διηγούμαστε μέχρι και στα εγγόνια

Και την μαθητική ζωή, παρ’ όλα της τα ζόρια

Σαν άσμα θα την ψέλνουμε και με φωνή στεντόρεια

 

Άνθρωποι είναι οι μνήμες τους και συγκρατούνε μόνο

Τις ανεξίτηλες στιγμές που γράφτηκαν στο χρόνο

Και το Σχολειό μάς άφησε πολλά τέτοια σημάδια

Αλλά περνάνε δυστυχώς τα χρόνια τα ρημάδια

 

Κι αν κάποιος από μας περνά, έξω απ’ το Σχολείο

Ας το κοιτάξει τρυφερά, γιά μας είναι μνημείο

Είναι τοπόσημο ζωής, που γιά 6 χρονάκια

παρέλαβε μειράκια και έβγαλε αντράκια

-------------------------------------------------------------------------

Ο Μπρούχος μας λοιπόν:

 

Ο Μπρούχος μας είναι σεμνός, του μέτρου είναι μύστης

Πακτώνει λέξεις στερεά, του λόγου είναι κτίστης

Γι’ αυτό και το Σχολείο μας, σήμερα τον τιμάει

Διότι κι αυτός μας έδειξε πόσο το αγαπάει.

 

Γι’ αυτό κι εγώ του εύχομαι, έμπνευση πάντα να ‘χει

Με λέξεις να τσακώνεται σε μια αέναη μάχη

Κι όπως λέει σ’ έναν στίχο του, ποτέ δεν θα πεθάνει

Θα βγαίνει πάντα νικητής, ακόμη κι όταν χάνει

 

Σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας και την αντοχή σας.

 Γιώργος Ι. Συνεφάκης

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

 Ημέρα ποίησης σήμερα, 21/3ου/2024.

Συμβάλλω κι εγώ ντροπαλά, με ένα απόσπασμα από το προσωπικό μου βιογραφικό, με τίτλο "Το 15σύλλαβο καρίκωμα μιάς ανιαρής ζωής"
..........................................................................
Τα όνειρά μας άπιστα και μ’ άλλους ύπνους πήγαν
Ελπίδες που ποτίζαμε, σηκώθηκαν και φύγαν
Τα μάτια μας τα κλείναμε μπροστά στις καταιγίδες
Με το στανιό συνένοχοι στις ονειροπαγίδες

Μας κυβερνάνε άδοξα γενιές πολυτεχνείου
Που αφού εξαργυρώσανε νειάτα του μεγαλείου
Τώρα με γλώσσα ξύλινη, συνέργειες κι οσμώσεις
Συναίνεση στη Λαϊκή πουλάνε πιά με δόσεις

Ρυτίδες μάς χαράξανε στις μάσκες της ψυχής μας
Στερέψαν τ’ αποθέματα και της υπομονής μας
Αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθαν όλα
Τα οράματα τρακάρανε, σφοδρή η καραμπόλα

Και υποθήκη βάλανε το μέλλον των εφήβων
Τρόϊκες και περικοπές, λιτότης εις τον κύβον
Μεταλλαγμένοι κυνικοί, ψεύτες και λωποδύτες
Σκιών θεάτρου ανδρείκελα, της χώρας αγιογδύτες

Βγάλαν τα μέτρα παγανιά και τα σταθμά σεργιάνι
Βάλαν λαμόγια και λαό στο ίδιο το καζάνι
Σαν τα θλιμμένα ορφανά που είναι πατροκτόνοι
Την επιείκεια ζητούν μέσ’ από την οθόνη

Άφλεκτοι ορίζοντες σιωπής στου χαβαλέ τη σήψη
Οι Ελλάδες μου παράλληλες κι ό,τι ‘θελε προκύψει
Μεταλλαγμένες κεφαλές κι αντίστροφες μετρήσεις
Μας φέρανε σε καθεστώς να ζούμε με αναμνήσεις

Γίναμε’ όλοι ναυαγοί Οιδίποδες της μνήμης
Αρχαίου κλέους κόλακες, μύστες αρχαίας φήμης
Πήραμε και μιά προφορά ιδιόλεκτου χαώδους
Οσφυοκάμπτες όμηροι συνείδησης πορώδους

Μας κοροϊδεύουνε διαρκώς, γιά Ιθάκες τσαμπουνάνε
Κι εμείς Οδύσσειας πλήρωμα όλο κουπί τραβάμε
Δεν λεν πως στη δεκάχρονη πάλη με τους Αιόλους
ο Οδυσσέας έθαψε τους σύντροφούς του όλους

Τη χώρα που στεφάνωσαν ο Μίκης με τον Μάνο
Κι ο Ελύτης με Σεφέρη μας και με το παραπάνω
Τη βλέπουνε να πένεται και να αργοπεθαίνει
Ενώ των άθλιων η ψυχή τα χέρια της τα πλένει

Σαν μούτσοι σαπιοκάραβου, της Κίρκης θιασώτες
Παρλάρουμε ασύστολα ως φο μπιζού πατριώτες
Μη μου τους κύκλους τάραττε ω πόρνη κοινωνία
Ψελλίζουμε τεμπέλικα αρχαία μεγαλεία

Ακτήμονες συνείδησης με τύψεις στη φορμόλη
Και πωλητήριο του εγώ ειν’ η ζωή μας όλη
Του Τειρεσία απόγονοι και θύματα και θύτες
Και χριστιανοί ορθόδοξοι και λίγο Ιησουΐτες

Πένητες καταντήσαμε του λόγου και της σκέψης
Ψάλτες της αφωνίας μας και με ξύλινες λέξεις
Κι από τα αρχαία αγάλματα κι Ερμή του Πραξιτέλη
Φτάσαμε σε λικνίσματα και χύδην τσιφτετέλι

Μπογιατισμένα όνειρα σε φόντο ασβεστωμένο
Το επίδομα ψευδαίσθησης κι αυτό είναι κομμένο
δάνεια ελπίδας προσπαθούν οι αλήθειες να μας δώσουν
αυτές που τις κατάκλεψαν δήθεν για να μας σώσουν

Τα όνειρα επιδέχονται μικρές παρασπονδίες
Κι όχι όπως τα κάνανε δίχως μικρές θωπείες
Φτιάξαμε και μία ζωή γεμάτη διγλωσσίες
με λόγια κούφια κι άνοστα κι άσκοπες ευλογίες

Μας μυκτηρίζουν όλοι τους με τα μεγάλα λόγια
Παραλλαγές κακότεχνες, ζήτωσαν τα λαμόγια
Κι εμείς τις ρητορείες μας με δήθεν αιτιάσεις
Με καπουτσίνα ραίνουμε De Facto επαναστάσεις

Σκληράδες υπερβολικές; διαδραστικές συγχύσεις;
Από παλιούς αγωνιστές υπάρχουν απαιτήσεις
Έγκλειστοι στο καβούκι μας αναλυτές αιτίων
Γοργά θα καταλήξουμε συλλέκτες επετείων

Ωστόσο, έχουμε ως λαός κι εμείς τα θετικά μας
Στήνουμε εύκολα είδωλα, τα φέρνουμε στα νερά μας
Κι αφού τα αγιοποιήσουμε ιδιοτελώς και χύμα
Μετά τα παραχώνουμε γονυπετείς στο μνήμα

Και χαίρουμε εκτιμήσεως και πλήρεις εγκωμίων
Μάτι δεν βγάλαμε ποτέ, ως όμοιοι ομοίων
Μελαγχολήσαμε μουντά και τη δημοκρατία
Ανάψαμε κι ένα κερί για την ορθοδοξία

Παιδιά, εμείς γεράσαμε, πιάσαμε τα στασίδια
Ιδανικοί αυτόχειρες και μία από τα ίδια
την ιστορία παίξαμε στα 5 δάχτυλά μας
τη χώρα μας ενέχυρο την έβαλε η γενιά μας

Ενός λεπτού ας κρατήσουμε σιγή για τα πεσόντα
Τα όνειρα που θάψαμε, τζάμπα τόσα προσόντα
Υπερβολές από τη μιά, την άλλη μηδέν άγαν
Μερέψαμ’ όλα τα θεριά αλλά οι κοριοί μας φάγαν
......................................................................

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

Επικήδειος γιά τον αδελφό-γαμπρό μου Νίκο

 

6 Σεπτεμβρίου 2022

Βάσκανος η μοίρα που έβαλε εμένα, τον Βενιαμήν της οικογένειας, να απευθύνω τα τελευταία λόγια για τον αγαπημένο μας αδελφό, τον Νίκο μας, που μας έφυγε τόσο σιωπηλά και ήρεμα.

«Ποία το βίου τρυφή, διαμένει λύπης μέτοχος; ποία δόξα στηκεν π γς μετάθετος; πάντα σκις σθενέστερα, πάντα νείρων πατηλότερα, μι οπ, κα τατα πάντα, θάνατος διαδέχεται», λέει ο ψαλμός της εξοδίου ακολουθίας.

Ο τεθνεώς δεδικαίωται, λένε οι κληρικοί για τους δικούς του δογματικούς και μεταφυσικούς λόγους. Εμείς, οι κοσμικοί, ο απλός λαός, λέμε για τους δικούς μας ανθρώπους «Θεός σχωρέσ’τον και αιωνία του η μνήμη».

Ο Νίκος μας δικαιώθηκε όμως εν ζωή. Δεν περίμενε να δικαιωθεί μετά θάνατον. Και δικαιώθηκε, όχι μόνο στην Μελίτα μας, όχι μόνον στα λατρεμένα του παιδιά, το Δεσποινάκι μας και τον Χαρούλη μας, τον Κώστα και την Πέννυ μας, τα εγγονάκια του, τον Νίκο και τον Χαράλαμπο, τον Νικολάκη και την Όλγα, όχι μόνον στ’ αδέρφια του και σε μένα και την Αριάδνη, όχι μόνον σε όλους τους συγγενείς του, ξαδέρφια κι ανήψια, στους φίλους του, στους συναδέλφους του, αλλά και σε όλον τον εκπαιδευτικό χώρο και την κοινωνία της πόλης μας.

Νίκος Ξύστρος, φιλόλογος και γλωσσολόγος, εξ Αρναίας Χαλκιδικής ορμώμενος.

Μια ζωή ευθεία, μια ζωή χωρίς τεθλασμένες παρεκκλίσεις. Σκόρπισε απλόχερα την καλοσύνη του σε όλους μας, διέχυσε και εφάρμοσε ως Δάσκαλος  τις γνώσεις του δίκαια και αυστηρά σε ένα μεγάλο πλήθος μαθητών επί 35 χρόνια σε Αρναία, Κομοτηνή και Θεσσαλονίκη, αγκάλιασε αφιλοκερδώς τους πάντες, άφησε το θετικό του αποτύπωμά στην κοινωνία μας, διδάσκοντας γνώση και ήθος.

Ο Νίκος μας, ο Νίκος μας το τέκνο της Αρναίας Χαλκιδικής, ο Νίκος μας η ήρεμη δύναμη, ο Νίκος μας της προσφοράς, ο Νίκος μας ο προσηνής, ο Νίκος μας ο ήπιος, ο Νίκος μας ο λιτός, ο Νίκος μας ο απέριττος, ο Νίκος μας ο ευγενής, ο Νίκος μας των χαμηλών τόνων, ο Νίκος μας ο ευγενής, ο Νίκος μας ο ευθύς, ο Νίκος μας ο νηφάλιος, ο Νίκος μας με πάντα ένα βιβλίο στο χέρι, ο Νίκος μας ο φιλόλογος, ο Νίκος μας που τον ρωτούσες γιά μία λέξη και επί 20’ σου έκανε εισήγηση με τις ερμηνευτικές, τις ετυμολογικές και τις βιβλιογραφικές αναφορές γι’ αυτήν, ο Νίκος μας που ήταν η επιτομή της ρήσης ότι δεν κατοικούμε χώρα, αλλά γλώσσα.

Ο Νίκος μας θα μας λείψει πολύ. Το κενό του δεν αναπληρώνεται με τις αναμνήσεις μας. ο Νίκος μας που έφυγε ήρεμα, ο Νίκος μας που όντως Εκοιμήθη, κατά την ρήση των κληρικών, λαϊκός ο ίδιος και όχι κληρικός.

Η οικογένειά μας ξεκληρίζεται. Πρώτα ο Δημήτρης μας, μετά η Άσπα μας και τώρα ο Νίκος μας.

Χάσαμε άδικα, ένα διαμάντι της στενής και ευρύτερης οικογένειάς μας, καθώς και της κοινωνίας μας. Ένα διαμάντι που τα τελευταία χρόνια παρά τα προβλήματα κινητικότητας που εμφάνισε, πάντοτε διατήρησε την οξύτητα του πνεύματός του. Έχασε την μάχη με τον θάνατο ξιφήρης και δορυάλωτος, αλλά όχι ρίψασπις.

Σήμερα συνοδεύουμε στην τελευταία του κατοικία έναν Αδελφό με το Α κεφαλαίο, έναν Πατέρα με το Π κεφαλαίο, έναν Επιστήμονα με το Ε κεφαλαίο, έναν Πολίτη με το Π κεφαλαίο.

Τα δάκρυά μας θα σε συνοδεύουν στο μεγάλο σου ταξίδι Νίκο μας. Με ανάγκασες εμένα αδελφέ μου, ως τον δήθεν λόγιο, να τολμήσω να εκφωνήσω αυτά τα φτωχά λόγια, για να τα πάρεις μαζί σου στην τελευταία σου κατοικία.

Κι εσύ Θεέ μου, φύλαξέ μας εκεί πάνω αυτόν που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.

Διότι οι άνθρωποι είναι η μνήμη τους.

Η Μνήμη, η μητέρα της σοφίας κατά Αισχύλο, η σωτηρία των αισθήσεων κατά Πλάτωνα, η βίγλα η αψηλή στα φρένα μας κατά Καζαντζάκη. Στην μνήμη μου, την ιδιωτική λογοτεχνία μου, όπως και του καθενός μας, η παρουσία σου και το στίγμα σου στην ιστορία μας, θα είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένη, ως λογοτεχνία της ζωής μου και της ζωής μας.

Αιωνία σου η μνήμη αγαπημένε μου αδελφέ Νίκο. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει. Χαιρέτα μου εκεί πάνω όλους τους δικούς μας που θα συναντήσεις. Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση. Αργά ή γρήγορα, θα σου έρθουμε όλοι μας εκεί ψηλά, να ξαναστήσουμε την οικογένειά μας, να ξαναζήσουμε τις χαρές και τις λύπες μας, τα καβγαδάκια και τα γέλια μας, που μας έδεσαν για πάντα, στην ζωή και στον θάνατο.

Έχε γειά αγαπημένε μου αδελφέ. Αιωνία σου η μνήμη.

Ο αδελφός σου ο Γιώργος.


Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Επικήδειος γιά την αδελφή μου την Άσπα

 

1η Ιουλίου 2021

 

Βάσκανος η μοίρα που έβαλε εμένα, τον Βενιαμήν της οικογένειας, να απευθύνω τα τελευταία λόγια για την αγαπημένη μας αδελφή, το Ασπάκι μας, που μας έφυγε τόσο νωρίς και τόσο αδόκητα, βίαια και άδικα.

«Ποία το βίου τρυφή, διαμένει λύπης μέτοχος; ποία δόξα στηκεν π γς μετάθετος; πάντα σκις σθενέστερα, πάντα νείρων πατηλότερα, μι οπ, κα τατα πάντα, θάνατος διαδέχεται», λέει ο ψαλμός της εξοδίου ακολουθίας.

Ο τεθνεώς δεδικαίωται, λένε οι κληρικοί για τους δικούς του θεολογικούς και μεταφυσικούς λόγους. Εμείς, οι κοσμικοί, ο απλός λαός, λέμε για τους δικούς μας ανθρώπους «αιωνία της η μνήμη».

Η Άσπα μας δικαιώθηκε όμως εν ζωή. Δεν περίμενε να δικαιωθεί μετά θάνατον. Και δικαιώθηκε, όχι μόνο στον αείμνηστο σύζυγό της τον Δημήτρη μας, όχι μόνον στα λατρεμένα της παιδιά, την Βίκη μας και τον Κωσταντή μας, τον Μίλτο και την Έλσα μας, τα εγγονάκια της, την Αιμιλία, τον Λευτεράκη και τον Δημητράκη, την Βικτωρία και τον άλλο Δημητράκη, όχι μόνον στ’ αδέρφια της, την Μελίτα μας και εμένα, τον Νίκο και την Αριάδνη μας, όχι μόνον σε όλους τους συγγενείς της, ξαδέρφια κι ανήψια, στους φίλους της, στους συναδέλφους της, αλλά και σε όλον τον επιστημονικό χώρο και την κοινωνία της πόλης μας.

Ασπασία Συνεφάκη-Αραμπατζή, άξια πρωτότοκη κόρη του Γιάννη και της Βικτωρίας Συνεφάκη, άξια σύζυγος του αείμνηστου Δημήτρη Αραμπατζή.

Ασπασία Συνεφάκη-Αραμπατζή. Μια ζωή ευθεία, μια ζωή χωρίς τεθλασμένες παρεκκλίσεις. Σκόρπισε απλόχερα την καλοσύνη της σε όλους μας, διέχυσε και εφάρμοσε ως πανεπιστημιακή Δασκάλα τις γνώσεις της δίκαια και αυστηρά σε ένα μεγάλο πλήθος φοιτητών επί 35 χρόνια, αγκάλιασε αφιλοκερδώς τους πάντες, άφησε το θετικό της αποτύπωμά στην κοινωνία μας, διδάσκοντας γνώση και ήθος.

Η Άσπα μας, η Άσπα μας η ήρεμη δύναμη, η Άσπα μας της προσφοράς, η Άσπα μας η προσηνής, η Άσπα μας η σεμνή, η Άσπα μας η λιτή, η Άσπα μας η απέριττη, η Άσπα μας η ευγενής, η Άσπα μας των χαμηλών τόνων και της εύγλωττης βροντερής σιωπής του λόγου της, η Άσπα μας της καθάριας ψυχής, η Άσπα μας η ευγενής, η Άσπα μας η λεβέντισσα, η Άσπα μας, η επιτομή της τρυφερής αυστηρότητας και της αυστηρής τρυφερότητας, η Άσπα μας, το μαθηματικό μυαλό της οικογένειας, η Άσπα μας, που δεν πρόλαβα και δεν μπόρεσα ποτέ να εξισώσω την προσφορά της, η Άσπα μας της χρυσής τομής, η Άσπα μας που μου διόρθωνε τη ρότα μου και μου ίσιαζε την πλώρη, η Άσπα μας που με μάλωνε επειδή κάπνιζα και δεν την άκουγα, η Άσπα μας η αγωνίστρια της ζωής της και της ζωής όλων μας.

Η Άσπα μας, που όταν χάσαμε την Μητέρα Βικτωρία πριν 40 ακριβώς χρόνια, μου είπε ότι τώρα αυτή θα είναι η μητέρα μου εφεξής και το εννοούσε πλήρως, η Άσπα μας που μου έκοψε αναίτια και απότομα τον δεύτερο ομφάλιο λώρο μου, δίκην γόρδιου δεσμού.

Η Άσπα μας, η αδελφή, η μάνα, η θεία, η γιαγιά, θα μας λείψει πολύ. Το κενό της δεν αναπληρώνεται με τις αναμνήσεις μας. Η Άσπα μας, που μας στέρησε χωρίς την άδειά μας, απότομα και βίαια την αγάπη της, την εγκαρδιότητά της, την καλοσύνη της. Η Άσπα μας που μας στέρησε το αδελφικό της φιλί και την αδελφική της αγκαλιά, χωρίς να μας ρωτήσει. Η Άσπα μας, που έφυγε ήρεμα, μέσα στους ήχους μιάς εκκωφαντικής σιωπής, ήρεμα και απλά, όπως έζησε πάντα, χωρίς κάν να μου επιτρέψουν οι συνθήκες να την δω, να την αγκαλιάσω, να την χαϊδέψω, να την φιλήσω.

Χάσαμε άδικα, βίαια, πρόωρα και αδόκητα το διαμάντι της στενής και ευρύτερης οικογένειάς μας, καθώς και της κοινωνίας μας. Ένα διαμάντι που πάλεψε στα ίσια τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια, πάντοτε ξιφήρης και φεύγει από την ζωή δορυάλωτη, αλλά όχι ρίψασπις.

Σήμερα συνοδεύουμε στην τελευταία του κατοικία μία Αδελφή με το Α κεφαλαίο, μία Μητέρα με το Μ κεφαλαίο, μία Αρχόντισσα με το Α κεφαλαίο, μία Επιστήμονα με το Ε κεφαλαίο, μία Πολίτη με το Π κεφαλαίο.

Τα δάκρυά μας θα συνοδεύουν το αιώνια τρυφερό σου βλέμμα, την ζεστή σου αγκαλιά και τον πάντοτε καλό σου λόγο αδελφούλα μου. Κράτησέ τα εκεί ψηλά και χάριζέ τα μας εσαεί. Τα χρειαζόμαστε εμείς που ξεμείναμε εδώ κάτω, σ’ αυτήν την φτωχότερη πλέον γη. Με ανάγκασες εμένα αδελφούλα μου, ως τον δήθεν λόγιο Μικρό, όπως με αποκαλούσες, να εκφωνήσω την τελευταία σου και οριστική οδυνηρότατη απουσία σου.

Κι εσύ Θεέ μου, φύλαξέ μας εκεί πάνω αυτήν που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.

Διότι οι άνθρωποι είναι η μνήμη τους.

Η Μνήμη, η μητέρα της σοφίας κατά Αισχύλο, η σωτηρία των αισθήσεων κατά Πλάτωνα, η βίγλα η αψηλή στα φρένα μας κατά Καζαντζάκη. Στην μνήμη μου, την ιδιωτική λογοτεχνία μου, όπως και του καθενός μας, η παρουσία σου και το στίγμα σου στην ιστορία μας, θα είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένη, ως λογοτεχνία της ζωής μου και της ζωής μας.

Αιωνία σου η μνήμη αγαπημένη μου αδελφή, Ασπούλα μου, να είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει. Χαιρέτα μου τον Δημήτρη σου, τον μπαμπά, την μαμά και όλους εκεί πάνω που πήγες. Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση. Αργά ή γρήγορα, θα σου έρθουμε όλοι μας εκεί ψηλά, να ξαναστήσουμε την οικογένειά μας, να ξαναζήσουμε τις χαρές και τις λύπες μας, τα καβγαδάκια και τα γέλια μας, που μας έδεσαν για πάντα, στην ζωή και στον θάνατο.

Έχε γειά αγαπημένη μου αδελφούλα. Θα είναι σίγουρα ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει και πάνω του θα φυτρώσουν άνθη, που θα τα ποτίζεις με την αγάπη σου που πάντα περίσσευε για όλους.

Αιωνία σου η μνήμη.

Ο αδελφός σου ο Γιώργος.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) Ένας «ετερόχθων» Ήρωας στη σκιά του Ολύμπου (και της «επίσημης» Ιστορίας)

 Γιώργος Ι. Συνεφάκης*

Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821)

Ένας «ετερόχθων» Ήρωας στη σκιά του Ολύμπου (και της «επίσημης» Ιστορίας)

Έχοντας διατελέσει επί 12 χρόνια Πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης «Ο Γεωργάκης Ολύμπιος», του ιδρυθέντος το 1908 επί οθωμανικής κατοχής, μετά από προτροπή του τότε Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας για δημιουργία πολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων στην Θεσσαλονίκη, είχα την ευκαιρία να εντρυφήσω περισσότερο στον βίο και στην πολιτεία του Ήρωα Φιλικού Γεωργάκη Ολυμπίου.

Στο Λιβάδι Ολύμπου της Ελασσόνας, μιά κωμόπολη σε υψόμετρο 1.200 μ. με ιστορία 8 αιώνων, των 2.500 μονίμων κατοίκων, αμιγώς βλαχοφώνων, αυτών των ακριτών στα σύνορα μεταξύ Ολύμπου και ουρανού, κάθε χρόνο τον Σεπτέμβριο γίνεται τελετή στη μνήμη του Ήρωα Γεωργάκη. Έχοντας παραστεί πολλάκις, διαπίστωσα ότι η έμφαση δίδονταν πάντα μόνον στο αμιγώς ηρωικό στοιχείο της βιογραφίας του, του επαναστατικού απελευθερωτικού αγώνα του και κυρίως του απίστευτα ηρωικού θανάτου του. Με τον τρόπο αυτό, ίσως χάνονται κάποια βαθύτερα νοήματα που θα ενδιέφεραν περισσότερο τις νέες μας γενιές, που φοβούμαι δυστυχώς ότι διδάσκονται την ιστορία του τόπου μας με τρόπο στερεοτυπικό και αφυδατωμένο, από βιβλία γραμμένα με τρόπους λογιστικής παράθεσης γεγονότων.

Επίσης, κατά την διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, μου είχε κάνει εντύπωση ότι στους τοίχους των κατά καιρούς λόχων που υπηρέτησα, η παρουσία εικόνων με τους ήρωες του 1821 αποκλειστικά και μόνον από την Νότια Ελλάδα και η παντελής απουσία των ηρώων της Βόρειας και κυρίως του εν λόγω Ήρωα Φιλικού, αυτών που ασεβώς κάποιοι θλιβεροί εκπρόσωποι της τότε Βουλής περί τα μέσα του 19ου αιώνα, αποκαλούσαν «Ετερόχθονες».

Θα ήθελα λοιπόν, στα πεπερασμένα ποσοτικά όρια ενός άρθρου στην έγκριτη εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, επ’ αφορμή των 200 χρόνων από το 2021, να καταθέσω και να προσδώσω μία άλλη διάσταση στο θέμα, αφού φυσικά υπογραμμίσω εν τάχει τις βασικές πτυχές του βίου και της πολιτείας του Ήρωα Φιλικού. Την διάσταση της διαχρονικότητας της θυσίας του.

Ο εθνικός ήρωας Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε στο Λιβάδι Ολύμπου πριν από 249 χρόνια, τον Μάΐο του 1772. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Νικολέτα, η οποία πέθανε πρόωρα και την ανατροφή του ανέλαβε η γιαγιά του Αγνή. Καταγόταν από την ηρωική οικογένεια των Λαζαίων που είχαν έδρα το Λιβάδι και στη συνέχεια για 20 χρόνια τη Μηλιά Πιερίας, οπού οι Λαζαίοι έκτισαν σε ιδιόκτητη γη και τον περιβόητο Πύργο τους. Η φάρα των Λαζαίων προσέφερε στο βωμό της Εθνικής ανεξαρτησίας πριν και μετά την επανάσταση του 1821, περισσότερους από 400 νεκρούς.

Παρακολούθησε μαθήματα στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου με τους φωτισμένους δασκάλους της εποχής, τον Ιωνά Σπαρμιώτη και τον Ιωάννη Πέζαρο. Μέχρι το 1798 εκπαιδεύεται στο στρατόπεδο του συγγενή του 'Εξαρχου Λάζου, γενάρχη των Λαζαίων και εξελίσσεται σε πρωτοπαλίκαρο του, ως άριστος μαθητής και πολεμιστής. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη, όπου άλλοτε με τη διπλωματία και άλλοτε με τη βία επιχειρεί το παράτολμο έργο του.

Οι Ολύμπιοι, αρνούμενοι να εμπλακούν στην εσω-οθωμανική αυτή διαμάχη, μάχονται και εναντίον των Τούρκων και εναντίον του Αλή Πασά, που με το γιο του Μουχτάρ φτάνουν μέχρι το Λιβάδι. Ο Γεωργάκης, μαζί με άλλους αρματολούς από τη Μακεδονία, καταφεύγει στη Σερβία, όπου ενώνεται με τις δυνάμεις του Καραγεώργη και συμμετέχει στον παμβαλκανικό ξεσηκωμό ενάντια στους Τούρκους. Η σύζυγός του Στάνια, εκχωρεί ως δάνειο στην Επαναστατική Επιτροπή όλη της την περιουσία, περί τα 5.000 χρυσά νομίσματα της εποχής, τις οποίες φυσικά το ελληνικό κράτος ουδέποτε επέστρεψε.

Ο Γεωργάκης είναι ο οραματιστής και ο εκτελεστής των ιδεών του Ρήγα, είναι ο επιτελικός στρατιωτικός νους της προσπάθειας για την εφαρμογή του Θούριου και της Χάρτας του Βελεστινλή. Πίστεψε με πάθος στην ελευθερία, στη Μεγάλη Ιδέα και στην αδελφική συνεργασία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής χερσονήσου, την οποία προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καλλιεργήσει για μια κοινή εναντίον του κατακτητή δράση. Δυστυχώς οι λαοί αυτοί ήταν ανώριμοι να κατανοήσουν την επιταγή της ιστορίας την εποχή εκείνη και εγκατέλειψαν τον αγώνα.

Συμμετέχει και διακρίνεται στους νικηφόρους αγώνες στο Όστροβο, το Στούβικ, το Βιδίνιο, και η φήμη του φτάνει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο. Αναγορεύεται έτσι σε συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού και λόγω της άριστης κατάρτισης και της συγκροτημένης γεωπολιτικής του σκέψης, συμμετέχει ως ακόλουθος της ρωσικής πρεσβείας στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815, ως σύμβουλος του Τσάρου.

Στα χρόνια της εθνεγερσίας, ως υψηλόβαθμο μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ένας εκ των Αποστόλων της, διορίζεται αρχιστράτηγος των Ελληνικών Δυνάμεων στο Δούναβη και αρχίζει τη μαρτυρική του διαδρομή στο Δραγατσάνι και το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, σώζοντας όσα μέλη του Ιερού Λόχου μπόρεσε, ύστερα από την προδοσία του Βλαδιμηρέσκου. Είχε συστήσει τότε να μη αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στην πεδιάδα του Δραγανατσίου, αλλά να τους κάνουν κλεφτοπόλεμο από τα βουνά, όμως δεν τον άκουσαν. Αφού περιέσωσε όσους μπόρεσε από τον Ιερό Λόχο, έφυγε μόνος του στα βουνά της Μολδαβίας, όπου οχυρώθηκε. Από προδοσία κάποιου Μολδαβού Επισκόπου, βρέθηκε πολιορκημένος στο Μοναστήρι του Σέκου από 8.000 Οθωμανούς, που τον χτυπούσαν με βαρύ πυροβολικό. Αμύνθηκε σκληρά, αρνούμενος κάθε διαπραγμάτευση με τους Τούρκους κι όταν όλα τελείωναν, πυρομαχικά, τρόφιμα και ελπίδες, έβαλε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του καμπαναριού και μαζί με τους άνδρες του, οι οποίοι αρνήθηκαν να τον εγκαταλείψουν και να παραδοθούν, τινάχτηκε στον αέρα, παρασέρνοντας και αμέτρητους αντιπάλους του στον θάνατο. Εκπλήρωσε έτσι στο ακέραιο ό,τι έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1820 στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: «Υπόσχομαι να αγωνισθώ ως την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινος περίστασις».

Ο μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ από το Saint–Εtienne της Γαλλίας (1772–1844), εξέδωσε στο Παρίσι το 1824-1825 σε δύο τόμους τα «Νεοελληνικά Τραγούδια», δείχνοντας στο ευρύτερο κοινό της Ευρώπης τα αναμφισβήτητα πνευματικά δικαιώματα των Νεοελλήνων για ελευθερία και βοηθώντας ηθικά τον αγώνα μας, ίσως πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε υλική εξωτερική βοήθεια. Με φιλελληνικό ζήλο και προσοχή, ο Φωριέλ άρχισε να συγκεντρώνει τα τραγούδια της συλλογής του, αμέσως με τα πρώτα μηνύματα των απελευθερωτικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα και καταγράφει μέχρι το 1824 τρία τραγούδια εμπνευσμένα από την ίδια την Επανάσταση (ένα για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, ένα για τον θάνατο του Αθανασίου Διάκου κι’ ένα τρίτο για την άλωση της Τριπολιτσάς).

Ο ίδιος ο Φωριέλ μας δίνει, στον πρόλογο του τραγουδιού, τις πρώτες (και πολλές) πληροφορίες: «Ο θάνατος του καπετάν Γεωργάκη μπορεί να θεωρηθεί η πραγματική καταστροφή του επαναστατικού κινήματος στη Μολδαβία και τη Βλαχία, το 1821. Η ιστορία θα δικαιώσει τις ηρωικές προσπάθειες του γενναίου αυτού καπετάνιου, για να εξασφαλίσει την επιτυχία ενός κινήματος, που ό,τι έγινε μέσα σ’ αυτό αξιόλογο και αξιέπαινο, ήταν έργο δικό του». Το πασίγνωστο ποίημα «Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα, …. » που καταλήγει στο «Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε; Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει. Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι. Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν. Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει», συμπυκνώνει όλη την αίσθηση του τότε απανταχού Ελληνισμού, ότι αυτός ήταν η ψυχή του αγώνα στη Μολδοβλαχία. Η ιστορία γίνεται τραγούδι.

Ο αείμνηστος καθηγητής Χρίστος Τσολάκης, με αφορμή το ποίημα του νομπελίστα μας εθνικού ποιητή Οδυσσέα Ελύτη «Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος», συμπληρώνει και αναφωνεί, ακολουθώντας με συνέπεια τον στίχο του Ελύτη:

Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω!

Σε λένε Όλυμπο και σε λένε δόξα της Μακεδονίας!

Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη!

Βοηθός και σκέπη μας πρωτομάρτυρα Ρήγα Φεραίε!

Βοηθοί και σκέπη μας Άγιοι Λαζαίοι!

Βοηθός και σκέπη μας θρύλε των Πιερίων και των Βαλκανίων

Γεωργάκη Ολύμπιε απελευθερωτή!

Κλίνουμε γόνυ ευλαβείας εμπρός στην άγια θυσία σου και

Ασπαζόμαστε τα άχραντα χέρια σου.

«Καθ’ εαυτήν η πράξη της θυσίας του Γιωργάκη ήταν ποιητική. Η ζωή του με τους αδιάκοπους αγώνες του ήταν ένα έπος. Εποποιία ήταν και η ελεύθερη ψυχή του. Και ούτε μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί ο Γιωργάκης ήταν γιος των Ολύμπιων θεών και των Πιερίδων Μουσών. Δεν ονομάστηκε από την ιστορία τυχαία Ολύμπιος. Ένιωθε μέσα του ότι ήταν θεματοφύλακας, φρουρός και κληρονόμος νόμων «δι’ αιθέρα ουρανίαν τεκνωθέντων ων Όλυμπος πατήρ μόνος», λέει ο αρχαίος τραγικός μας, ο Σοφοκλής. Νόμων που είχαν χυδαία καταλυθεί και ευτελιστεί από τον ανατολίτη βάρβαρο δυνάστη. Δεν σκλαβώθηκε απλώς η Ελλάδα. Με το πέσιμο του ελληνισμού καταλύθηκαν αιώνιοι νόμοι απαράβατοι και από θεούς και από ανθρώπους. Νόμοι που τεκνώθηκαν / γεννήθηκαν εδώ στα δικά μας τα βουνά. Τους γέννησε το ζευγάρωμα του Δία με τη μητέρα των Μουσών, τη Μνημοσύνη. Με άλλα λόγια, η σωματική ρώμη και η πνευματική αλκή του πατέρα των θεών και των ανθρώπων έσμιξε με την ομορφιά και την αρμονία της χαριτωμένης Μνημοσύνης στη μακεδονική γη του Ολύμπου και των Πιερίων και γέννησαν μιαν εποχή νέου πολιτισμού στον κόσμο», έλεγε ο αείμνηστος Μέγας Δάσκαλος και Παιδαγωγός Χρίστος Τσολάκης.

Τι σημαίνει άραγε σήμερα πατριωτισμός, δηλαδή η ανιδιοτελής αγάπη για την πατρίδα, η φιλοπατρία; Σήμερα, εν έτει 2021, 200 χρόνια μετά, προφανώς η λέξη δεν παραπέμπει σε καρυοφύλλια και απελευθερωτικούς αγώνες, ούτε σε μπουρλοτιέρηδες σε μονές του Σέκου ή του Αρκαδίου, ούτε σε εξόδους του Μεσολογγίου. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, πατριωτισμός σήμερα, σημαίνει να παραδώσουμε την πατρίδα μας στα παιδιά μας καλύτερη απ’ ό,τι την βρήκαμε από τους πατεράδες και τις μανάδες μας. Να την παραδώσουμε καλύτερη σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή:

·      Στο οικονομικό επίπεδο, κλείνοντας την ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και αυξάνοντας το βιοτικό επίπεδο του λαού

·      Στο μορφωτικό επίπεδο, εξαλείφοντας ει δυνατόν τον αναλφαβητισμό, πραγματικό ή λειτουργικό και εκμηδενίζοντας την αγραμματοσύνη

·      Στο πολιτιστικό επίπεδο, προάγοντας την σκέψη, την ευθυκρισία, τις επιστήμες, τις τέχνες και προφυλάσσοντας τις παραδόσεις μας και την τεράστια από αρχαιοτάτων χρόνων διαχρονική πολιτιστική μας παρουσία και κληρονομιά από καταστροφές

·      Στο περιβαλλοντικό επίπεδο, προστατεύοντας τους φυσικούς μας πόρους, την χλωρίδα και την πανίδα της πατρίδας μας, το υπέροχο φυσικό μας τοπίο και την αρμονία του

·      Στο κοινωνικό επίπεδο, αυξάνοντας συνεχώς τους δείκτες της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής αλληλεγγύης

·      Στο θεσμικό επίπεδο, διαφυλάττοντας ως κόρη οφθαλμού τους βασικούς συνταγματικούς κανόνες και την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος

Κάνοντας ένα νοητικό άλμα, φαντάζομαι ότι ο Γεωργάκης Ολύμπιος είναι σήμερα μαζί μας, εδώ στον τόπο μας και παρακολουθεί τα πεπραγμένα μας και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι ο Ήρωας θα ήταν πολύ αυστηρός μαζί μας, διότι:

1.    Θα εξοργίζονταν πολύ που στο οικονομικό επίπεδο, η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αντί να κλείνει, ανοίγει.

2.    Θα θλίβονταν που στο μορφωτικό επίπεδο, η χώρα μας δεν εμβαπτίζει την νεολαία μας και γενικότερα τον λαό μας στην κολυμβήθρα της απέραντης μορφωτικής και πολιτιστικής μας προίκας, αλλά αρκείται σε μία τυπική, τεχνοκρατική και γραφειοκρατική του επιμόρφωση.

3.    Θα μας αγρίευε, που στο πολιτιστικό επίπεδο, δεν αντιστεκόμαστε σθεναρά στην ισοπεδωτική λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, αποδεχόμενοι φθηνά ψευδοπολιτιστικά προϊόντα εισαγωγής ή ξενόφερτα πρότυπα συμπεριφοράς και σκέψης.

4.    Θα μας στηλίτευε και θα δάκρυζε, στο περιβαλλοντικό επίπεδο, με την απροσεξία μας, την εγκληματική αδιαφορία μας και την απαράδεκτη συμπεριφορά μας απέναντι στο άγιο τοπίο της Ελλάδας μας, που τον καταστρέφουμε εμείς με τα ίδια μας τα χέρια. Καταστρέφουμε ανάλγητα τον φυσικό μας πλούτο. Καταστρέφουμε τα μνημεία μας, «αυτές τις πέτρες για τις οποίες πολέμησε ο Μακρυγιάννης».

5.    Θα μας κατσάδιαζε άγρια, στο κοινωνικό επίπεδο, για την χαλαρότητα της κοινωνικής μας συνοχής, τις απρόσωπες κοινωνικές μας σχέσεις, την απάθεια και την αναλγησία που πολλές φορές μας διέπει ως προς την αλληλεγγύη προς τον πλησίον μας.

6.    Θα μας επιτιμούσε, στο θεσμικό επίπεδο, για την αμοιβαία σχέση καχυποψίας έως υπονόμευσης μεταξύ κράτους και πολιτών, την έλλειψη σεβασμού απέναντι στους θεσμούς, αρχής γενομένης από τους ταγούς αυτής της χώρας που συχνά διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίουν την κάμηλον.

7.    Θα μας μέμφονταν για την κοινωνική μας ραστώνη, τη δημοκρατική μας τεμπελιά, τη συνειδησιακή μας αγρανάπαυση και την πατριωτική μας σκουριά.

Δεν γνωρίζω πως θα αντιδρούσε ο Ήρωας, αν άκουγε από τα αναιδή χείλη κάποιων ανιστόρητων, νεόκοπων και ιστορικά απαίδευτων μικροαστών των μεγαλουπόλεων, να ταυτίζουν την λέξη «βλάχος» με την έννοια του άξεστου, μόνο και μόνο επειδή δεν ασπάζεται τα μιμητικά και κατεστημένα πλέον δυτικότροπα πρότυπα συμπεριφοράς. Αυτά τα κοινωνικά στρώματα που απαξιώνουν με περισσή άγνοια, ανωριμότητα, μικρόνοια και ελαφρότητα, παραδόσεις, γλώσσες, ντοπιολαλιές, ιδιώματα και συμπεριφορές των πληθυσμών της περιφέρειας, αγνοώντας εκόντες-άκοντες ότι προσβάλλουν τους ίδιους τους προγόνους τους. Υποθέτω πως θα τους θύμιζε ότι όλοι, μα όλοι οι εθνικοί ευεργέτες, είχαν βλαχικές ρίζες και ήταν αυτοί που δώρισαν όλα τα δημόσια κτίρια (Ακαδημίες, Στάδια, Πολυτεχνεία, Πανεπιστήμια, Αστεροσκοπεία, Νοσοκομεία, Πνευματικά Κέντρα κλπ.) στο ελληνικό κράτος.

Η συστηματική και επί πολλά χρόνια αποσιώπηση ή έστω οι επιλεκτικές αναφορές στη μεγάλη προσφορά των Βλάχων από την πολιτεία, η οποία διαφαίνεται ακόμη και σήμερα στην «Πελοποννησοκεντρική και Νοτιοελλαδοκεντρική» γραφή της «επίσημης» ιστορίας, είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη ενημέρωσης της ευρύτερης κοινωνίας για τη συμβολή και τις θυσίες των «ετεροχθόνων», όπως τους αποκαλούσαν υποτιμητικά, Βλάχων στους εθνικούς αγώνες. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, χάνεται ή υποβαθμίζεται και η τεράστια εθνική προσφορά του Βλάχου Γεωργάκη Ολυμπίου και των άλλων ηρώων της Βόρειας Ελλάδας.

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος θα χαμογελούσε σήμερα ειρωνικά και σαρκαστικά, γιά τα βιβλία της ιστορίας μας, Συνήθως την δράση και την θυσία του καταφέρνουν και την χωρούν στην καλύτερη περίπτωση σε μία παράγραφο, στην χειρότερη σε δύο σειρές, ή και σε καμία.

Εξ άλλου, η τραγική κατάληξη της οικογένειας του Γεωργάκη Ολυμπίου, που πέθανε στην ελεύθερη Ελλάδα πάμφτωχη, όπως συγκλονιστικά περιγράφεται στο έξοχο βιβλίο του αείμνηστου Γρηγόρη Βέλκου «Το άδοξο τέλος της οικογένειας του Γεωργάκη Ολυμπίου», τεκμηριώνει ακράδαντα του λόγου το αληθές.

Δυστυχώς, την Ιστορία την γράφουν οι Ήρωες και μας την διηγούνται οι άλλοι, οι εντεταλμένοι τελάληδες, όπως θέλουν αυτοί.

Αν θέλουμε πραγματικά να τιμούμε τη μνήμη του Ήρωα Φιλικού Γεωργάκη Ολυμπίου και του κάθε Ήρωα, ας μην περιοριζόμαστε σε αποστεωμένες και μιμητικές ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης στο επίπεδο μίας μεταφυσικής, πομπώδους και παρωπιδικής πατριδολαγνείας και προγονολατρείας. Ας ασχοληθούμε με το να αναδείξουμε, να διαδώσουμε και να εμφυσήσουμε πρώτα απ’ όλα και παντού τις ιδέες του, τις ιδέες του Γεωργάκη, τις ιδέες του Ρήγα, τις ιδέες της Ελευθερίας, τις ιδέες της Επαναστατικής και Ανυπότακτης Σκέψης, τις ιδέες της υπέρτατης θυσίας για αυτό που ο Γεωργάκης θεωρούσε στάση ζωής.

Η Ιστορία, βγαλμένη από τα σπλάχνα του λαού, τον τραγουδάει ακόμη τον Γεωργάκη Ολύμπιο. Κι ας παλεύει η «επίσημη» Ιστορία να κρατάει δειλά κι αμήχανα στη σκιά την μεγάλη μορφή του.

Αντί λοιπόν να κρατήσουνε ενός λεπτού σιγή, ας κρατήσουμε ενός λεπτού κραυγή στην μνήμη του Ήρωα Φιλικού, αναφωνώντας: Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ΖΕΙ.

 

----------------------------------------------------------


 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

·      ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ - Νικόλαος Γ. Συννεφάκης, Εκδ. του συγγραφέως, 1986

·      ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΟΛΥΜΠΙΟΥ - Γρηγόρης Βέλκος, Εκδ. Σύλλογος Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης, 2014

·      ΛΙΒΑΔΙ, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΟΛΥΜΠΙΟΥ - Ιωάννης Γ. Συνεφάκης, Εκδ. Σύλλογος Λιβαδιωτών Κατερίνης, 1973

·      ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ - Κώστας Προκόβας, Εκδ. Σύλλογος Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης, 2002 & 2011

·      ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ - Κώστας Προκόβας, Εκδ. Σύλλογος Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης, 2007

·      ΛΙΒΑΔΙ ΟΛΥΜΠΟΥ - ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΤΡΥΦΕΡΟΥ ΚΑΗΜΟΥ - Γιώργος Ι. Συνεφάκης, ΠΡΑΚΤΙΚΑ 19ου Συμποσίου Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, Λιβάδι Ολύμπου 2018

 

----------------------------------------------------------

 

*Ο Γιώργος Ι. Συνεφάκης είναι Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος,

τέως Πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης «Ο Γεωργάκης Ολύμπιος»,

αφυπηρετήσας πανεπιστημιακός Α.Π.Θ.