Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

‘Πόλη είναι η προβολή της ιστορίας στο έδαφος’.



Μου ζητήθηκε το άρθρο από την εφημερίδα ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, μου έθεσαν όριο μέχρι 350-400 λέξεις. 
Δεν τα κατάφερα. Οι λέξεις είναι 600. Είμαι πολυλογάς.

‘ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ’.
Του Γιώργου Ι. Συνεφάκη

‘Πόλη είναι η προβολή της ιστορίας στο έδαφος’.
Δεδομένου αυτού του ορισμού, δεν θα συμφωνούσα απόλυτα με τον τίτλο του άρθρου. Η ταυτότητα μιάς πόλης, όπως και η φυσιογνωμία της, δεν είναι αποκομμένη από τις χωροχρονικές παραμέτρους της ιστορίας. Μια πόλη είναι ένα μεγάλο δοχείο ζωής, ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος νομοτελειακά διέπεται από τους νόμους της ιστορικής εξέλιξης. Αναπόφευκτα λοιπόν, εμφανίζει πολλαπλές κατά καιρούς ταυτότητες, οι οποίες αντιστοιχούν στις ιστορικές της περιόδους. Πόσω μάλλον όταν η αναφορά γίνεται στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με παρουσία 2.340 ετών, από το 315 π.Χ., της οποίας η ιστορία κωδικοποιείται συνοπτικά σε 5 μεγάλες περιόδους (με υποπεριόδους φυσικά), την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, την οθωμανική και τη σύγχρονη των τελευταίων 100 ετών, μετά την απελευθέρωσή της και την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό. Επομένως, οι πολλαπλές της ταυτότητες είναι δεδομένες και συνεπείς ως προς τον ιστορικό της χωροχρόνο.
Μιλώντας επομένως σήμερα για χαμένη ταυτότητα, μάλλον αναφέρεται κανείς στον τελευταίο αιώνα της ελεύθερης Θεσσαλονίκης. Τα μεγάλα και συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν (απελευθέρωση το 1912, πυρκαγιά το 1917, νέα πολεοδομική δομή με το σχέδιο Εμπράρ το 1918, αιφνίδια υποδοχή μεγάλου αριθμού προσφύγων λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής μετά το 1922, αφανισμός της Ισραηλιτικής πληθυσμιακής συνιστώσας το 1943 με επακόλουθο την αποδόμηση του κοινωνικού ιστού), ανέτρεψαν ραγδαία τους ρυθμούς εξέλιξης μιάς πόλης που λειτουργούσε πάντοτε ως ένα χαρακτηριστικό σταυροδρόμι πολιτισμών Δύσης και Ανατολής.
Οι ισοπεδωτικές πολεοδομικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν την 10ετία του 1950 και μετέπειτα, μετάλλαξαν βιαίως το κτιριακό απόθεμα της Θεσσαλονίκης και από μία πόλη με εμφανή στοιχεία εκλεκτικισμού και με άρωμα δυτικοευρωπαϊκό, δημιούργησαν ένα ισοπεδωτικό μόρφωμα ανώνυμου γιγαντισμού, αγνοώντας, παραμελώντας και τελικά καταστρέφοντας τα σκουριασμένα τιμαλφή της ιστορίας του αστικού της ιστού και τελικά της ίδιας της ‘ταυτότητας’. Οι ελάχιστες εναπομείνασες νησίδες-οάσεις, απλώς θυμίζουν τα κλέη του παρελθόντος.
Η πόλη μου κοντοθώρητη ψήλωνε αποτόμως,
Δώματα κι αντιπαροχές, δυάρια παρανόμως
Έθαψε τραμ κι έφαγε γοργά τα λυσσακά της,
Άλλαξε τα φτιασίδια της σαν αρχοντοχωριάτης,
λέει ο ποιητής Β-Ι.Ν., συμπυκνώνοντας σε μία στροφή τον σαρωτικό οικιστικό Αρμαγεδδόνα των τελευταίων 50 χρόνων.
Συν τω χρόνω, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις που σημειώθηκαν στο εσωτερικό της χώρας, αφ’ ενός μεν μετά τον εμφύλιο και την πολυετή ‘αναπτυξιακή’ πολιτική που εφαρμόστηκε, προκαλώντας πληθυσμιακή αφαίμαξη της περιφέρειας με παράλληλες κεντρομόλες δυνάμεις προς στα αστικά κέντρα, αφ’ ετέρου δε η άκριτη και ανοργάνωτη εισροή οικονομικών μεταναστών την τελευταία 20ετία, ταρακούνησαν και ράγισαν την όποια κοινωνική ισορροπία είχε επέλθει, δημιουργώντας νέα προβλήματα στη συνολική φυσιογνωμία της πόλης.
Ωστόσο, το κουβάρι της ιστορίας δεν ξετυλίγεται ποτέ γραμμικά. Οι εναλλασσόμενες κυρτές και κοίλες καμπύλες της πορείας της, έχουν πάντοτε μεσοδιαστήματα ισορροπίας, όταν εξασθενεί η μνήμη, όταν καταλαγιάζει η ρευστότητα και όταν το νέο οσμώνεται με το παλιό. Τότε, αναπόφευκτα δημιουργούνται νέες παραστάσεις, νέα ήθη, νέες συμπεριφορές και τελικά νέες ‘αισθητικές’. Η μεγάλη πολυπολιτισμική χοάνη που λέγεται Θεσσαλονίκη, έχει μάθει να απορροφά αυτούς τους κραδασμούς και να γλείφει τις πληγές της μόνη της. Ακόμη κι αν μένει στα χείλη μια στυφή γεύση από την ασυνέπεια της κεντρικής εξουσίας προς το κορμί της και από τη χαμένη ανεπιστρεπτί παλιά αστικότητά της, εκείνη τη γεύση της αστικής θαλπωρής, στην ποδιά της οποίας τόσα και τόσα τραγούδια και ποιήματα γράφηκαν.
Η πόλις θα σε ακολουθεί’ καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις’, όπως λέει ο μέγας Καβάφης. Τελικά, υπήρξαν και υπάρχουν πολλές ταυτότητες της πόλης μας. Αλλά είναι όλες συνιστώσες μια μεγάλης συνισταμένης 2.340 ετών, μιάς Ταυτότητας με το Ταυ κεφαλαίο που δεν θα χαθεί ποτέ.