Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Το άδοξο τέλος της οικογένειας του Γεωργάκη Ολυμπίου

Γιώργος Συνεφάκης
τέως Πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’
Το άδοξο τέλος της οικογένειας του Γεωργάκη Ολυμπίου
Παρουσίαση του βιβλίου Γ. Βέλκου στο Λιβάδι – 16/08/2015

Δεν μου είναι καινούργιο το θέμα του Γεωργάκη Ολυμπίου. Τελευταία φορά που με απασχόλησε το θέμα της προσωπικότητάς του, ήταν τον Σεπτέμβριο του 2012, όταν εκφώνησα στην ετήσια τελετή στην μνήμη του Ήρωα, στο Λιβάδι, τον επιμνημόσυνο λόγο. Βέβαια, η αιρετική μου άποψη, κατέληγε στο να αναρωτηθώ, ότι αν ζούσε σήμερα ο Ήρωας Φιλικός, δεν γνωρίζω πως θα αντιδρούσε, αν άκουγε από τα αναιδή χείλη κάποιων ημιμαθών νεόκοπων και ιστορικά απαίδευτων μικροαστών, να ταυτίζουν την λέξη «βλάχος» με την έννοια του άξεστου, μόνο και μόνο επειδή δεν ασπάζεται τα μιμητικά και κατεστημένα πλέον δυτικότροπα πρότυπα συμπεριφοράς. Είναι αυτά τα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και προβεβλημένοι τηλεοπτικοί «δημοσιογραφίσκοι», που απαξιώνουν με περισσή άγνοια, ανωριμότητα, μικρόνοια και ελαφρότητα, παραδόσεις, γλώσσες, ντοπιολαλιές, ιδιώματα και συμπεριφορές των πληθυσμών της περιφέρειας. Υποθέτω ότι ο Ήρωας, πρώτα θα τους τραβούσε τα αυτιά και μετά θα τους θύμιζε ότι όλοι, μα όλοι οι εθνικοί ευεργέτες, ήταν βλαχικής καταγωγής και ήταν αυτοί που δώρισαν όλα τα δημόσια κτίρια (Ακαδημίες, Στάδια, Πολυτεχνεία, Πανεπιστήμια, Αστεροσκοπεία, Νοσοκομεία, Πνευματικά Κέντρα κλπ.) στο ελληνικό κράτος, σε όλη του την έκταση και επικράτεια.
Η συστηματική και επί πολλά χρόνια αποσιώπηση ή έστω οι επιλεκτικές αναφορές στη μεγάλη προσφορά των Βλάχων από την πολιτεία, η οποία διαφαίνεται ακόμη και σήμερα στην Πελοποννησοκεντρική’ ή έστω ‘Νοτιοελλαδοκεντρική’ γραφή της λεγόμενης επίσημης ιστορίας, είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη ενημέρωσης της ευρύτερης κοινωνίας για τη συμβολή και τις θυσίες των Βλάχων στους εθνικούς αγώνες. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, χάνεται ή υποβαθμίζεται και η τεράστια εθνική προσφορά του Βλάχου Γεωργάκη Ολυμπίου και των άλλων ηρώων της Βόρειας Ελλάδας.
Αυτά έγραφα το 2012, μην γνωρίζοντας ότι ο Γρηγόρης Βέλκος θα εμβάθυνε από τότε στο ζήτημα, το οποίο κατέληξε σ’ αυτή την θαυμάσια έκδοση. Διαβάζοντάς την, είδα με έκπληξη ότι η δραματική κατάληξη της τραγικής Οδύσσειας της οικογένειας του Ήρωα, τεκμηρίωσαν απόλυτα και με θλιβερό δυστυχώς τρόπο αυτές μου τις απόψεις, διότι οι ρίζες του κακού ήταν σάπιες από τότε.
Διαβάζοντας τον Βέλκο, ένοιωσα μία έμφυτη τάση να διαφωνήσω με τον τίτλο του. Θεωρώ ότι πιο εύστοχος θα ήταν ως τίτλος: «Ο δεύτερος θάνατος του Γεωργάκη Ολυμπίου». Προσπάθησα να προσθέσω ως υπότιτλο, μία επιγραμματική αλλά περιεκτική φράση, κάτω από τον κεντρικό τίτλο του πόνηματός του. Θαρρώ τελικά ότι οι ευστοχότερες, θα ήταν οι ρήσεις του Καλλίμαχου «Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος», εκείνη του Ξενοφώντος ότι «και της αχαριστίας επακόλουθον η αναισχυντία εστί», καθώς επίσης και αυτή που συναντάται στο αντίφωνο της Μεγάλης Πέμπτης: «Αντί το μάννα χολήν, ντί το δατος ξος, ντί το γαπν με σταυρ με προσηλώσατε».

«Το άδοξο τέλος της οικογένειας του Γεωργάκη Ολυμπίου», είναι μια όμορφη έκδοση, 140 σελίδων. Την σελιδοποίηση και επιμέλεια εξωφύλλου έκανε ο Δημήτρης Κατέρης, του εκδοτικού οίκου Γιαχούδης, στην Θεσσαλονίκη. Συγγραφέας είναι ο Γρηγόρης Βέλκος. Τα συγγραφικά δικαιώματα ο συγγραφέας τα εδώρισε στον Σύλλογο Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, ο οποίος είναι και ο εκδότης. Η έκδοση αυτή κατέστη εφικτή χάρις και στην ευγενή συμπαράσταση του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης και ειδικότερα του πρώην Υπουργού Γεωργίου Ορφανού. Στο βιβλίο είναι ενσωματωμένες πολύ εύστοχα και κάποιες χαρακτηριστικές ιστορικές εικόνες της εποχής του 1821, καθώς και φωτογραφίες των περιοχών που διαδραματίστηκαν τα τότε συγκλονιστικά γεγονότα. Επίσης στο τελευταίο σκέλος του, είναι μία σειρά από ντοκουμέντα της εποχής, βασιλικά διατάγματα, αποκόμματα εφημερίδων και άλλα κείμενα, τιμαλφή, ως παρακαταθήκη της μεγάλης ιστορικής έρευνας του συγγραφέα. Ο Βέλκος χρησιμοποίησε και μελέτησε (και πολύ καλά έκανε), εκτός των βασιλικών διαταγμάτων και τον τότε τύπο της εποχής. Διότι ο Τύπος δεν είναι απλώς αντιγραφέας κάποιας έτσι κι αλλιώς δυσπρόσιτης πραγματικότητας. Εμπλέκεται πρωταγωνιστικά σε πολιτικές διαμάχες, υποστηρίζει καθεστώτα ή στρατεύεται εναντίον τους, προάγει τον πολιτισμό κάθε τόπου ή λειτουργεί αναχαιτιστικά, σαν συντηρητικό ή και αντιδραστικό εμπόδιο.

Στην αρχική εισαγωγική σελίδα, ο συγγραφέας εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν να συγγράψει αυτό το πόνημα. Ήταν η πλήρης άγνοια που είχαμε όλοι μας, για την κατάληξη της οικογένειας του Γεωργάκη Ολυμπίου, μετά τον ηρωικό του θάνατο, μιά που κανείς ιστορικός δεν είχε μέχρι σήμερα καταπιαστεί με το θέμα.
Έπεται ο πρόλογος, τον οποίον συνέγραψε το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης «Ο Γεωργάκης Ολύμπιος». Το Δ.Σ. συγχαίρει τον συγγραφέα για το αποτέλεσμα της πολύχρονης, επίπονης και άκρως ενδελεχούς έρευνας στα επίσημα Αρχεία του Κράτους και όχι μόνον, φέρνοντας στο προσκήνιο στοιχεία θαμμένα και ξεχασμένα από την επίσημη ιστοριογραφία. Τον ευχαριστεί επίσης για την ευγενή του κίνηση να προσφέρει τα δικαιώματα του βιβλίου στον Σύλλογο. Παράλληλα, ευχαριστεί τον τέως Υπουργό Μακεδονίας-Θράκης κο Γιώργο Ορφανό για την σημαντικότατη στήριξή του, ώστε να εκδοθεί το βιβλίο, καθώς και τον τέως Πρόεδρο του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης, για την όποια τυχόν ενεργή του συμμετοχή στη διαδικασία της επιτυχούς έκβασης της έκδοσης.

Η δομή του βιβλίου αρθρώνεται σε τρεις ενότητες, για ένα σύνολο 14 κεφαλαίων.

Τα 3 πρώτα, αφορούν την τελευταία περίοδο της ζωής του Γεωργάκη Ολυμπίου.
Αναφέρεται λεπτομερώς η πορεία του, η στρατιωτική του καριέρα, η καταξίωσή του ως πολέμαρχου, η αναγνώριση των ικανοτήτων του από την Ρωσία, ο γάμος του με την Στάνα, η γέννηση των παιδιών του και ο ηρωικός του θάνατος. Έχουν μεν αφηγηματικό χαρακτήρα, αλλά παρατίθενται και ιστορικά ντοκουμέντα, ορισμένα γνωστά, κάποια άλλα όμως άγνωστα και συγκλονιστικά, όπως π.χ. το δάνειο που η Στάνα παρείχε στην Φιλική Εταιρεία για τις ανάγκες του Αγώνα, σχεδόν όλη της την περιουσία, 5.500 χρυσά φλουριά (που αντιστοιχούν στο κολοσσιαίο ποσό των 65-70.000 δραχμών του νεόκοπου ελληνικού κράτους άμα τη ιδρύσει του).
Εδώ μου ήρθαν στη μνήμη τα λόγια του αείμνηστου Χρίστου Τσολάκη, στο πνεύμα των οποίων κινείται και ο Βέλκος, ο οποίος Τσολάκης, με αφορμή το ποίημα του νομπελίστα μας εθνικού ποιητή Οδυσσέα Ελύτη:
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος,
συμπλήρωσε:
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω!
Σε λένε Όλυμπο και σε λένε δόξα της Μακεδονίας!
Βοηθός και σκέπη μας Άϊ Κανάρη!
Βοηθός και σκέπη μας πρωτομάρτυρα Ρήγα Φεραίε!
Βοηθοί και σκέπη μας Άγιοι Λαζαίοι!
Βοηθός και σκέπη μας θρύλε των Πιερίων και των Βαλκανίων
Γεωργάκη Ολύμπιε απελευθερωτή!
Κλίνουμε γόνυ ευλαβείας εμπρός στην άγια θυσία σου και ασπαζόμαστε τα άχραντα χέρια σου.
«Καθ’ εαυτήν η πράξη της θυσίας του Γιωργάκη ήταν ποιητική. Η ζωή του με τους αδιάκοπους αγώνες του ήταν ένα έπος. Εποποιία ήταν και η ελεύθερη ψυχή του. Και ούτε μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί ο Γιωργάκης ήταν γιος των Ολύμπιων θεών και των Πιερίδων Μουσών. Δεν ονομάστηκε από την ιστορία τυχαία Ολύμπιος. Ένιωθε μέσα του ότι ήταν θεματοφύλακας, φρουρός και κληρονόμος νόμων «δι’ αιθέρα ουρανίαν τεκνωθέντων ων Όλυμπος πατήρ μόνος», λέει ο αρχαίος τραγικός μας, ο Σοφοκλής. Νόμων που είχαν χυδαία καταλυθεί και ευτελιστεί από τον ανατολίτη βάρβαρο δυνάστη. Δεν σκλαβώθηκε απλώς η Ελλάδα. Με το πέσιμο του ελληνισμού, καταλύθηκαν αιώνιοι νόμοι απαράβατοι και από θεούς και από ανθρώπους. Νόμοι που τεκνώθηκαν και γεννήθηκαν εδώ στα δικά μας τα βουνά. Τους γέννησε το ζευγάρωμα του Δία με τη μητέρα των Μουσών, τη Μνημοσύνη. Με άλλα λόγια, η σωματική ρώμη και η πνευματική αλκή του πατέρα των θεών και των ανθρώπων έσμιξε με την ομορφιά και την αρμονία της χαριτωμένης Μνημοσύνης στη μακεδονική γη του Ολύμπου και των Πιερίων και γέννησαν μιαν εποχή νέου πολιτισμού στον κόσμο.
Αυτά έγραφε ο αείμνηστος Τσολάκης για τον Γεωργάκη Ολύμπιο και μέσα σ’ αυτό το πνεύμα γράφει και ο Βέλκος για τον Ήρωα.

Τα επόμενα 4 κεφάλαια του βιβλίου του Βέλκου, αναφέρονται στην ορφάνια της οικογένειας μετά τον θάνατο του Ήρωα, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τις προσπάθειες που κάνει να έρθει στην Ελλάδα, την άφιξη του υιού Μιλάνου ως προπομπού στην Αθήνα και τελικά την άφιξή όλων των υπολοίπων μελών της οικογένειας το 1841.
Μέσα σε 20 σελίδες, ο Βέλκος, τεκμηριωμένα πάντα με ιστορικά ντοκουμέντα, περιγράφει λεπτομερώς την απίστευτη οδύσσεια της οικογένειας, η οποία μάλιστα, λίγο μετά τον θάνατο του Ήρωα αυξήθηκε κατά ένα μέλος, με την κόρη Ευφροσύνη, η οποία μαζί με τον Αλέξανδρο και τον Μιλάνο, έκαναν την οικογένεια τετραμελή πλέον. Μία ατέλειωτη σειρά από μετακινήσεις, για να μπορέσει η οικογένεια να επιβιώσει. Η Στάνα, όταν έσβησε η επανάσταση στην Μολδοβλαχία, είχε να αντιμετωπίσει, εκτός των Οθωμανών και των διαφόρων εχθρών του Ήρωα, την ένδεια και την πείνα, μια που όλη της την περιουσία την είχε προσφέρει στον Αγώνα.
Άρχισε να ψάχνει ασφαλή καταφύγια σε παλιές γνώριμες οικογένειες. Ξεκίνησε λοιπόν μία τραυματική πορεία. Μία πορεία που ξεκινάει από το σπίτι της στο Κίμπουλουκ, πρώτα στη μονή του Σέκου για να συλλέξει τα όποια εναπομείναντα οστά του Ήρωα, μετά στην Βεσσαραβία, στο Βουκουρέστι, μετά στη Ρωσία, όπου όντως βρήκε περίθαλψη και θαλπωρή, σε συνεργασία και με το Προξενείο της Οδησσού.
Περί το 1838, έκρινε ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως είχε δεσμευθεί στον άντρα της Γεωργάκη Ολύμπιο, κατά την τελευταία τους συνάντηση πριν τον ηρωικό του θάνατο. Άρχισε να στέλνει επιστολές και υπομνήματα στα ελληνικά Υπουργεία και τις Υπηρεσίες, ακόμη και στον ίδιο τον Όθωνα, αλλά ουδέποτε έλαβε απάντηση. Αναθάρρησε το 1841, όταν ορίστηκε πρωθυπουργός ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο νονός των παιδιών της. Έστειλε πάλι επιστολές παντού, όταν ανακάλυψε ότι σκοπίμως ο ηγεμόνας της Βλαχίας Μιχαήλ Σούτσος, δεν έστειλε ποτέ την επιστολή της στον Όθωνα, όντας πολιτικός αντίπαλος του Μαυροκορδάτου.
Τελικά ο Μαυροκορδάτος ανταποκρίθηκε και ο Μιλάνος ήρθε πρώτος στην Αθήνα, ως προπομπός, στα 23 του χρόνια. Κοινοποίησε τον ερχομό του, δίνοντας στοιχεία στις εφημερίδες για τη ζωή και την δράση του πατέρα του. Τα ένθερμα δημοσιεύματα για τον Ήρωα και την οικογένειά του, οι υποσχέσεις και οι διαβεβαιώσεις του Μαυροκορδάτου, καθώς και η αγάπη του κόσμου, έκαναν τον Μιλάνο να θεωρήσει κατάλληλες τις συνθήκες, ώστε να έρθει όλη η οικογένεια στην Αθήνα. Πράγματι, τον Νοέμβριο του 1842, πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα η Στάνα, 50 ετών, ο Αλέξανδρος, 26 ετών και η Ευφροσύνη, 21 ετών, εκπληρώνοντας την βούληση του Ήρωα.
Μαζεύτηκε λοιπόν η οικογένεια στην Αθήνα, κάνοντας χίλια όνειρα, ότι θα αναγνωρίζονταν οι αγώνες και η θυσία του Ήρωα και ότι η εθνική ευγνωμοσύνη θα απέδιδε τις αναλογούσες τιμές.
Κατ’ αρχάς, δόθηκε στην τετραμελή οικογένεια ένα μηνιαίο βοήθημα ύψους 140 δραχμών, ποσόν ανεπαρκέστατο για την επιβίωσή τους, έως ότου ήθελε διευθετηθεί το θέμα της επιστροφής του δανείου των 65-70.000 δραχμών της Στάνας στον Αγώνα. Ως τάξη μεγέθους, για να έχουμε μία εικόνα, το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε μισθούς μιάς δεκαετίας ενός στρατηγού. Παράλληλα, με βασιλικό διάταγμα, θα παραχωρούνταν ως προίκα καλλιεργήσιμη έκταση στην Ευφροσύνη, μόνον, εάν και εφ’ όσον νυμφεύονταν. Αυτό φυσικά δεν είχε κανένα άμεσο οικονομικό όφελος για την οικογένεια.
Συγχρόνως όμως, τα ραγδαία πολιτικά γεγονότα, η απώλεια της εξουσίας από τον Μαυροκορδάτο και τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ανέτρεψαν όλες τις ελπίδες της οικογένειας, για την ουσιαστική αναγνώριση του Αγώνα τους και γιά μία αξιοπρεπή αποκατάστασή τους.

Τα πέντε επόμενα κεφάλαια, είναι και τα συγκλονιστικότερα του βιβλίου.

Αναφέρονται στις ημέρες της φτώχειας, της ταπείνωσης και του εξευτελισμού της οικογένεια του Ολυμπίου, στο εάν τελικά ήταν αυτόχθονες ή ετερόχθονες Έλληνες, εάν και κατά πόσον πρέπει να φύγουν από την Ελλάδα και εάν και κατά πόσον δύνανται, ως ισότιμοι πολίτες, να καταλαμβάνουν δημόσιες θέσεις.
Εδώ ο Βέλκος εξιστορεί συμπυκνωμένα, μέσα σε 20 σελίδες, το απίστευτο δράμα της οικογένειας, τόσο του Ολύμπιου, όσο και όλων των οικογενειών των άλλων ηρώων της Επανάστασης του 1821.
Είναι η εποχή των μεγάλων πολιτικών συγκρούσεων, όπου οι Πελοποννήσιοι και οι Στερεοελλαδίτες αντιπρόσωποι της Εθνοσυνέλευσης, προσπαθούν να απαξιώσουν, έως και να εκδιώξουν τους Έλληνες της τότε διασποράς έξω από τα σύνορα της μικρής Ελλάδας.
Είχαν διαμορφωθεί τότε δύο τότε μεγάλες παρατάξεις. Από τη μία οι φανατισμένοι υπερασπιστές της αυτοχθονίας, Παλαμίδης από τα Μέγαρα (υπουργός Εσωτερικών), Βιλαέτης από την Ηλεία, Περούκας από το Άργος, Γεωργαντάς από την Κόρινθο, Κολιόπουλος, Κανέλος Δεληγιάννης και Κορφιωτάκης από τον Μυστρά, κ.ά. Από την άλλη οι μετριοπαθέστεροι Κωλέττης, Μαυροκορδάτος και Μεταξάς, κατ’ αντιστοιχία φιλογαλλικών, φιλοαγγλικών και φιλορωσικών πεποιθήσεων.
Οι συγκρούσεις ήταν τρομερά έντονες και οι λέξεις που ανταλλάσσονταν πολύ βαρειές. Ο Βέλκος έψαξε στα αρχεία και αναφέρει πολλά στοιχεία από τα πρακτικά της Βουλής, από τα οποία προκύπτουν απίστευτες θέσεις, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν γι’ αυτούς πολέμησε ο Ήρωας και όλοι οι ήρωες του ’21. Ενδεικτικά αναφέρω την άθλια αποστροφή κάποιου Βιλαέτη, αντιπροσώπου από την Ηλεία: «… Αυτούς όπου ήρθαν από του διαβόλου την άκρην, όπου δεν έχουν κανένα κοινόν με ημάς, παρ’ ότι είναι και αυτοί Χριστιανοί. Επειδή λοιπόν ήλθατε εις τα χώματά μας καί είσθε μόνον Χριστιανοί και τίποτε άλλον δεν είσθε. Είσθε κακούργοι…». Βεβαια, έλαβε μία εξαιρετική απάντηση από τον αντιπρόσωπο των Μακεδόνων, δικηγόρο Ανδρέα Πάϊκο (το επώνυμο παραπέμπει σαφώς σε βλαχικές ρίζες, αν όχι Λιβαδιώτικες), όπως και από τον Περραιβό (αντιπρόσωπο των Θεσσαλών), ο οποίος Πάϊκος, αφού τον αποστόμωσε, κατέθεσε πρόταση για την ισοπολιτεία όλων των Ελλήνων. Επίσης σκληρές απαντήσεις έδωσαν και ο Κωλέττης και οι άλλοι μετριοπαθείς.
Οι εφημερίδες της εποχής στηλίτευσαν με σκληρά λόγια τις άθλιες αυτές θέσεις. Ιδιαίτερη όμως είναι μια σκληρή απάντηση εφημερίδας, που αναφέρει ότι ο Παλαμίδης, χωρίς εξουσία, ούτε δημοτικός σύμβουλος δεν θα εξελέγετο στην πατρίδα του, πέραν του ότι είχε συμμαχήσει και με τους Οθωμανούς στα Μέγαρα.
Μέσα σ΄ αυτή την ατμόσφαιρα, η Στάνα και η οικογένειά της ήταν τρομοκρατημένοι. Επισκέφθηκε μαζί με τον Μιλάνο τον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος συγκλονισμένος από την συνάντηση, ανέφερε και στη Βουλή την επίσκεψή της. Ότι είδε έκπληκτος την ρακένδυτη σύζυγο του Ήρωα να φυτοζωεί και να ταλαιπωρείται από την αναλγησία του κράτους, μια γυναίκα που το κράτος της χρωστούσε ολόκληρη περιουσία.
Τελικά, μετά από όλες αυτές τις πολιτικές συγκρούσεις, πέρασε από τη Βουλή ένα μεζοβέζικο και ασαφέστατο άρθρο, που έλεγε δίκην Πυθίας, ότι «Έλληνες πολίτες είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα χαρακτηριστικά του πολίτου κατά τους νόμους του κράτους». Σύμφωνα δε με τις υπόλοιπες διατάξεις περί χρονοδιαγράμματος παραμονής, ο μεν Αλέξανδρος θα γινόταν Έλλην πολίτης το 1846, ενώ ο Μιλάνος του 1847. Με βάση αυτή την ασάφεια, άρχισε και ο κανονικός εξευτελισμός του Μιλάνου Ολυμπίου, τον οποίον διόρισαν «άμισθο ακόλουθο ανθυπολοχαγό, δίδοντας του την άδεια να φέρει την στολήν του Ιππικού». Ο εμπαιγμός δηλαδή σε όλο του το μεγαλείο. Τα αναφέρω πολύ συνεκτικά για την οικονομία του χρόνου, αλλά και για να μην φορτίσω συναισθηματικά, τόσο εμένα, όσο και εσάς.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, χωρισμένο σε επτά υποκεφάλαια, αναφέρεται στο τραγικό τέλος των μελών της οικογένειας του Ήρωα.

Ο Βέλκος αναφέρει ότι, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία για τον άλλον υιό, τον Αλέξανδρο Ολύμπιο, ανακοινώνεται ο θάνατός του το 1845, σε ηλικία 29 ετών, χωρία άλλες αναφορές. Οι εφημερίδες κατηγορούν τον Κωλέττη ως πολιτικάντη, ο οποίος δεν πήγε κάν στην κηδεία του Αλέξανδρου, ενώ αποδίδουν το θάνατό του στην ασθενική του κράση, στις κακουχίες και σε μελαγχολία. Ο ίδιος ο Σούτσος γράφει ένα μακροσκελές ποίημα για τον θάνατο του, δείχνοντας πως το λαϊκό αίσθημα δεν ξεχνούσε τους ήρωές του.
Την όλη ατμόσφαιρα της εποχής, την φορτίζει ακόμη περισσότερο η οικονομική και επισιτιστική κρίση, τα σκάνδαλα για διαφθορά και γενικότερα η όλη πολιτική κατάσταση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατον να ασχοληθεί κάποιος αξιωματούχος με την εξαθλιωμένη κατάσταση της Στάνας και της οικογένειάς της.
Η Στάνα, αποκαρδιωμένη, εξευτελισμένη, αποκαμωμένη και με πρόσφατο τον χαμό του Αλέξανδρου, βλέπει την υγεία της να κλονίζεται ανεπανόρθωτα. Μετά από πολυώδυνη ασθένεια, η Στάνα αποβιώνει στις 8 Μαρτίου 1849, σε ηλικία 57 ετών. Ο θάνατός της, συγκλονίζει την κοινωνία και γίνεται μέγα θέμα στον τύπο. Τον επικήδειο εκφωνεί ο λόγιος Νεόφυτος Βάμβας, έναν επικήδειο που άφησε εποχή.
Όπως πάντα, σ’ αυτόν τον ευλογημένο, αλλά και σχιζοφρενή τόπο, όπου η υποκρισία περισσεύει, σ’ αφήνουν να πεθάνεις μεν στην ψάθα, αλλά σου απαγγέλουν εξαιρετικούς επικηδείους.
Το 1847, όταν πλέον ο Μιλάνος αποκτά πλήρη δικαιώματα, πάλι με μια απαξιωτική κατά βάθος κίνηση του κράτους, αποσπάται από την θέση του άμισθου ακολούθου ανθυπολοχαγού και προσκολλάται στη μοίρα των λογχιστών, με αποδοχές ανθυπασπιστού του ιππικού, επειδή λέει, χήρευσε μία οργανική θέση στην ειρημένη μοίρα. Αλλά και κάθε δύο μήνες, θα πρέπει να περνάει από εξετάσεις, για να διαπιστώνεται η καταλληλότητά του για την θέση αυτή.
Ο Μιλάνος, νοιώθοντας τον εξευτελισμό, αλλά ευρισκόμενος σε πλήρες αδιέξοδο, δέχεται μεν μοιρολατρικά τη θέση, αλλά αρνείται να εγγραφεί το όνομά του σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε τότε και περιελάμβανε όλα τα ονόματα των αξιωματικών του Ιππικού. Παρέμεινε στο βαθμό αυτό, με αποδοχές ανθυπασπιστού επί 8 χρόνια.
Χαρακτηριστικό δείγμα της εθνικής παρακμιακής εμπάθειας από πλευράς των λεγομένων αυτοχθόνων, είναι το 1858, έτος εορτασμού των 25 χρόνων από την άφιξη του Όθωνα, όταν έγιναν μεγάλες γιορτές στην Αθήνα.
Στολίστηκε η πόλη και στην οδό Ερμού ανήρτησαν σε κάθε στύλο εικόνες των αγωνιστών του ’21. Ω του θαύματος, ο Γεωργάκης Ολύμπιος παρελήφθη, μαζί με πολλά άλλα ονόματα Μακεδόνων και Θεσσαλών αγωνιστών (Ανδρούτσος, Πλαπούτας κ.ά.). Είναι αυτό που γράφεται συνήθως και πομπωδώς στους ανδριάντες «Η πατρίς ευγνωμονούσα». Επίσης, εκδίδεται μία απίστευτη απόφαση, ειδικά για την Ευφροσύνη, η οποία λέει ότι ακυρώνεται η προηγούμενη απόφαση περί προίκισης της και μπορεί να λάβει 300 δραχμές, αποποιούμενη των παλαιών απαιτήσεων της οικογένειας, δηλαδή των 65.000 δραχμών που η Στάνα είχε προσφέρει για τον Αγώνα.
Εδώ η δημιουργική φαντασία της εξουσίας έπιασε την κορυφή της αναλγησίας και γιατί όχι; Της επίσημης θεσμικής αλητείας.
Το σαράκι όμως που έτρωγε την ψυχή του Μιλάνου για τις απανωτές εξευτελιστικές συμπεριφορές του κράτους προς την οικογένειά του και τον ίδιο, η υποτίμηση των αγώνων του πατέρα του, η καθημερινή φθορά που υφίστατο στο πετσί του ο ίδιος στην υπηρεσία του και οι θάνατοι της μητέρας του και του αδελφού του, τον καταρράκωσαν ψυχικά και σωματικά. Έχασε τα λογικά του το 1876, έμεινε έγκλειστος ένα χρόνο στο ψυχιατρείο του στρατιωτικού νοσοκομείου Αθηνών, όπου και απεβίωσε τελικά στις 10 Ιανουαρίου του1878.
Κανονικά πάλι, όλο το υποκριτικό σκηνικό σε όλο του το μεγαλείο, άνοιξε την αυλαία αυτού του παράλογου θεάτρου των σκιών. Λαμπρή η εξόδιος ακολουθία από τον μητροπολιτικό ναό Αθηνών (η μόνη προαγωγή που πήρε ο Μιλάνος στη ζωή του), υπέροχος ο επικήδειος του αρχιμανδρίτη Βλαχάκη και μέγας πάλι κατηγορητικός λόγος και ντόρος στις εφημερίδες για την αναλγησία του κράτους.
Μετά τον θάνατο και του Μιλάνου, έσβησαν και τα ίχνη της Ευφροσύνης. Ο Βέλκος αναφέρει ότι δεν μπόρεσε να βρει κανένα στοιχείο γι’ αυτήν.
Ο απόηχος αυτής της συγκλονιστικής κατάληξης της ζωής της συζύγου και των απογόνων του Ήρωα Γεωργάκη Ολύμπιου, ακούμπησε τις ψυχές του απλού λαού, αλλά ουδόλως διαπέρασε την ανάλγητη ψυχή του ελληνικού κράτους. Μόνον ο ιστορικός της εποχής Αναστάσιος Γούδας, αναφέρει εκτενώς το θέμα στο έργο του «Βίοι Παράλληλοι», ενώ η επόμενη αναφορά που ο Βέλκος βρήκε για το θέμα, είναι ένα άρθρο του ακαδημαϊκού Νίκου Βέη το 1948, ο οποίος αναφωνεί: «Πού ευρίσκεται ο τάφος της Στάνας; Επιβάλλεται μνημόσυνον εις την χήραν του αθανάτου Ολυμπίου»

Κυρίες και κύριοι

Ο Γρηγόρης Βέλκος, κατάφερε να μεταφέρει με την γραφή του, την αποπνικτική πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα της εποχής του 19ου αιώνα του νεόκοπο ελληνικού κράτους και να δημιουργήσει, ηθελημένα ή άθελά του, ένα εκπληκτικό κινηματογραφικό σενάριο, που ενδεχομένως θα το ζήλευε και θα το αξιοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο συγχωρεμένος Θόδωρος Αγγελόπουλος. Η πολιτική νοσηρότητα της εποχής και οι μικροπολιτικές ωφελιμιστικές σκοπιμότητες, δεν ορρωδούσαν κάν προ των ιερών εθνικών συνειδήσεων των λεγομένων ετεροχθόνων από τους δήθεν ακραιφνείς αυτόχθονες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν, εμμέσως πλην σαφώς, ως μιάσματα τους μετακινηθέντες εντός των εθνικών συνόρων από τα ακόμη μη απελευθερωμένα εδάφη Έλληνες.
Όλα αυτά, αποτυπώνονται γλαφυρά από την γραφίδα του Βέλκου. Η ατμόσφαιρα αυτή, δικαιολογεί πλήρως την εξ αρχής σχέση μεταξύ κράτους και πολίτη, η οποία κατά τη γνώμη μου, στην καλύτερη περίπτωση είναι μία σχέση αμοιβαίας δυσπιστίας και καχυποψίας και στην χειρότερη, αμοιβαίας υπονόμευσης και αντιπαλότητας. Και δυστυχώς, αυτό ισχύει μέχρι σήμερα, ως προϊόν αέναης συμπεριφοράς ενός αναξιόπιστου κράτους προς τους πολίτες του.
Τα αισχρά λόγια κάποιων Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών αντιπροσώπων της Εθνοσυνέλευσης, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, τα ονόματα των οποίων προανέφερα, αλλά τα ξαναλέω (Παλαμίδης, Βιλαέτης, Περούκας, Γεωργαντάς, Κολιόπουλος, Κανέλος Δεληγιάννης, Κορφιωτάκης κ.ά.), δείχνουν την καιροσκοπική λογική των λεγομένων αυτοχθόνων, την οποία πασπάλιζαν με θλιβερά δήθεν επιχειρήματα ελληνοκεντρικής καθαρότητας, με μοναδικό στόχο την νομή του κράτους μόνον από αυτούς. Απαξίωναν όλους τους Θεσσαλούς, τους Μακεδόνες, τους Επτανήσιους, τους Δωδεκανήσιους, τους Σαμιώτες, τους Χιώτες, τους Κρητικούς, τους Ηπειρώτες, τους Θρακιώτες, τους Ίωνες και τους Έλληνες των Βαλκανίων, ως κατώτερους πολίτες, 2ης κατηγορίας, παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ενώ καρπώθηκαν καιροσκοπικά αυτοί οι θλιβεροί και ανάξιοι, ιδιοτελώς και με περισσή αναλγησία τους αγώνες τους.
Διαβάζοντας κανείς αυτά τα κείμενα της εποχής, νομίζει ότι πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας και όχι για πραγματική ιστορία. Οι απίστευτοι διάλογοι μεταξύ των μελών της Εθνοσυνέλευσης, η αντιπαράθεση μεταξύ των αυτοχθόνων της 1ης φάσης του ελληνικού κράτους και των δήθεν ετεροχθόνων, αλλά αυτοχθόνων Ελλήνων της τότε ας πούμε διασποράς, δείχνουν στην πραγματικότητα τις βαθειές ρίζες της έλλειψης ενιαίου εθνικού φρονήματος στην κορυφή της πυραμίδας του κράτους. Είναι κατά τη γνώμη μου, μια που μιλάμε για τους τότε κορυφαίους εκπροσώπους της Ελλάδας, η απαρχή όλων των μετέπειτα δεινών και διχασμών του έθνους, που με άλλη μορφή συνεχίστηκαν και συνεχίζονται.
Μελετώντας όλο αυτό το σκηνικό της ζωής της συζύγου και των απογόνων του Ήρωα, πέρασαν από τη σκέψη μου δύο πράγματα:
Πρώτον, οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου, που μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος:
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.
Και δεύτερον, παίρνοντας αφορμή από μία φράση του Βέλκου, που παραλλήλισε τον τελευταίο χωρισμό του Γεωργάκη Ολυμπίου με την Στάνα με τον αποχαιρετισμό του Έκτορα με την Ανδρομάχη, σκέφθηκα ότι στην ουσία, η ζωή της Στάνας είναι ένα αρνητικό φιλμ της Οδύσσειας, διανθισμένο με μία σκηνή από την Ιλιάδα περί Δούρειου Ίππου, μια αντίστροφή πορεία της, ένα περίεργο παιγνίδι της μοίρας, με ανεστραμμένους ρόλους και χώρους.
Η Στάνα-Πηνελόπη, ξεκίνησε από την Τροία του σπιτικού της, άρχισε το μεγάλο ταξίδι για την Ιθάκη-Ελλάδα, κατ’ εντολή του νεκρού της Ήρωα -για να αποδώσει τα τέκνα του στην Πατρίδα, όπως την είχε δεσμεύσει-, περιπλανήθηκε επί πολλά χρόνια σε όλα τα Βαλκάνια, πέρασε από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, από Λωτοφάγους, από Κίρκες και Σειρήνες, από Σκύλλες και Χαρύβδεις, χωρίς στάση στη χώρα των Φαιάκων. Μόνο που οι ρόλοι και η διαδρομή αντεστράφησαν. Τελικά η Ιθάκη ήταν το αρχικό σπιτικό της. Οι Λαιστρυγόνες, οι Κύκλωπες, οι Κίρκες, οι Σειρήνες, οι Σκύλλες και οι Χαρύβδεις που βρήκε στο δρόμο της, κατάφεραν να την εμποδίσουν να ολοκληρώσει το όνειρό της και να το μεταμορφώσουν σε εφιάλτη. Και επεκράτησαν στο τέλος αυτοί, κατακλέβοντας και εξοντώνοντας με τον δικό τους μεθοδικό, απάνθρωπο και αδυσώπητο τρόπο, τόσο αυτήν, όσο και τους Τηλέμαχους-τέκνα της, προσθέτοντας μία ακόμη μελανή σελίδα στην ιστορία του Έθνους μας. Δυστυχώς, τελικά αυτό το οδύσσειο ταξίδι διεκόπη βιαίως. Κι ας λέει μεταγενέστερα ο Αλεξανδρινός Καβάφης στη Στάνα, ότι αν βγει στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεται να ‘ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Ήταν μακρύς και γεμάτος ο πηγαιμός της, αλλά μόνον από διπρόσωπες Κίρκες, θυμωμένους Ποσειδώνες και βίαιους Λαιστρυγόνες. Την νίκησε κατά κράτος, το άθλιο, το ανάλγητο και αμνήμον κράτος των Λωτοφάγων.
Κι ο Ήρωας Γεωργάκης, είμαι σίγουρος ότι αποσβολωμένος, θα σταυροκοπιέται από εκεί ψηλά, ακούγοντας τα σεπτά του λείψανα να τρίζουν από οργή. Να βλέπει τη θυσία του να πάει όλη στράφι, επειδή κάποιοι θεσμικοί νάνοι, αυτοί οι λεγόμενοι «αυτόχθονες», αυτοί οι μούτσοι της Κιβωτού της Ιστορίας μας, αυτοί οι ασύστολοι φο μπιζού πατριώτες, πήγαν να καταχωνιάσουν αυτή την υπέρτατη θυσία σε ένα σαρακοφαγωμένο σεντούκι. Λοιδόρησαν τη μνήμη του Ήρωα και την οικογένειά του οι άθλιοι τυμβωρύχοι, προσπαθώντας αυτοί να υποκλέψουν τα επώνυμα στασίδια της Ιστορίας. Πού να ‘ξεραν οι δυστυχείς ότι τη ζωή την ομορφαίνουν μόνον οι αγνοί και ανιδιοτελείς Ήρωες και αγωνιστές και ότι στη ζωή σημασία έχει μόνο το ταξίδι. Κι αν πτωχική την βρούμε στο τέλος, η Ιθάκη δεν μας γέλασε. Έτσι σοφοί που γίναμε, όσοι θέλουμε φυσικά, με τόση πείρα, ήδη θα το καταλάβουμε, οι Ιθάκες τι σημαίνουν. Δυστυχώς, την ιστορία την γράφουν οι ήρωες, αλλά μας την διηγούνται άλλοι.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι ο βιβλίο του Βέλκου, είναι ένα δείγμα δωρικής γραφής, διανθισμένης περιοδικά με ορισμένες σωστές επικολυρικές εξάρσεις. «Το παρελθόν μάς τραβάει προς τα πίσω με πανίσχυρα συναισθήματα και το μέλλον προς τα εμπρός με πανίσχυρες αυταπάτες. Μαθαίνει κανείς, όταν καλλιεργεί το παρελθόν», λέει ο Κώστας Προκόβας στα Παιδιά της Μνημοσύνης. Κι εγώ έμαθα πολλά πράγματα από αυτό το βιβλίο και ένοιωσα ακόμη περισσότερα. Κυρίως για την διαχρονικότητα της ελληνικής συγκρουσιακής λογικής των πραγμάτων, για το χάσμα μεταξύ της ιδιοτελούς μικροπολιτικής σκέψης και των εθνικών οραμάτων, για τη διαφορά μεταξύ των κοτσαμπάσηδων και του απλού λαού, μεταξύ ηρώων και αγνωμόνων καιροσκόπων, μεταξύ τελικά της μνήμης και της λήθης. Το βιβλίο έκανε να σκιρτήσει η ψυχή μου, να ταξιδέψει ο νους μου σε εποχές δύσκολες, να δει σε όλες τις διαστάσεις και όλες τις λεπτές γραμμές που χωρίζουν το μεγαλείο από τα τάρταρα αυτού που λέγεται ελληνική ψυχή. Να δει με γυμνό οφθαλμό, αυτό το από τότε αχνό αλλά σκιαγραφημένο σχίσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, όλη αυτή την διαχρονική εμφύλια σχιζοφρένεια που διέπει ακόμη και σήμερα τη χώρα μας.

Κυρίες και κύριοι

Πριν συστήσω ένθερμα και ανεπιφύλακτα να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο όλοι μας και να κοσμήσει τα ράφια της βιβλιοθήκης μας, μου έρχεται στο μυαλό η ρήση, αυτό το κλασικό πλέον κλισέ «Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή». Αλλά παραφράζοντάς την, εγώ προτρέπω όλους μας να φωνάξουμε ότι «Χρωστάμε ενός λεπτού κραυγή, για κάθε στιγμή που σιωπήσαμε, ενός λεπτού κραυγή και μία μεγάλη συγγνώμη προς την Στάνα και τα παιδιά της, για κάθε χρόνο, για κάθε δεκαετία, για κάθε εκατονταετία που σιωπήσαμε τα πάθη τους.
Χρωστάμε και ένα μεγάλο «εύγε» στον άξιο και πανάξιο συγγραφέα Γρηγόρη Βέλκο, αυτόν τον ακούραστο ερευνητή, αυτόν τον Πολίτη της Ελλάδας με το Πι κεφαλαίο, που με το βιβλίο του ξέθαψε από τη λήθη το θέμα και το ανέδειξε με τόσο καθαρό και γλαφυρό τρόπο, φωτίζοντας χωρίς φόβο αλλά με πάθος, αυτές τις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας μας, που τεχνηέντως και σκοπίμως ήταν θαμμένες επί ενάμιση αιώνα.
Ας τον χειροκροτήσουμε θερμά, ως ένα ελάχιστο αντίδωρο για τις γνώσεις που μας προσέφερε.


Σας ευχαριστώ θερμά για την ανοχή σας και την αντοχή σας στον αναπόφευκτα σχοινοτενή μου Λόγο.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Βάσκανος η μοίρα

Σήμερα 5 Αυγούστου 2015, στις 11.00 π.μ., θάψαμε και έθαψα τον αγαπημένο μου συν-αδελφό Δημήτρη Αραμπατζή, τον σύζυγο της αγαπημένης μου πρωτότοκης αδελφής Άσπας. 
Του είπα δυό κουβεντούλες από άμβωνος.
Αιωνία του η μνήμη.

Βάσκανος η μοίρα που έβαλε εμένα να απευθύνω τα τελευταία λόγια για τον αγαπημένο μας Δημήτρη, τον συν-αδελφό μου, τον άνδρα της αγαπημένης μου αδελφής Άσπας, που μας έφυγε ξαφνικά.
Ποα το βου τρυφ, διαμνει λπης μτοχος; ποα δξα έστηκεν π γς μετθετος; πντα σκις σθενστερα, πντα νερων πατηλτερα, μι οπ, κα τατα πντα, Θνατος διαδχεται, μας λέει η εξόδιος ακολουθία.
Ο αποθανών δεδικαίωται λέει η παροιμία.
Ο Δημήτρης μας δικαιώθηκε όμως και εν ζωή. Δεν περίμενε να δικαιωθεί μετά θάνατον. Και δικαιώθηκε όχι μόνο στην σύζυγό του και αδερφή μου, όχι μόνο στα παιδιά του, όχι μόνο στα εγγόνια του, όχι μόνο στ’ αδέλφια του και σε όλους τους συγγενείς του, αλλά και σε όλη την κοινωνία.
Μια ζωή ευθεία, μια ζωή χωρίς παρεκκλίσεις, δίδαξε στους μαθητές του γράμματα, γνώση, ήθος, μοίρασε αφιλοκερδώς και απλόχερα παιδεία μορφωτική και κοινωνική, λάξεψε με πατριωτικές και ηθικές αξίες τους τρυφερούς χαρακτήρες των μαθητών του και των παιδιών μας, μετάγγισε ποιότητα σε γενιές και γενιές εφήβων, μεταλαμπάδευσε ιδέες και εποικοδομητικούς τρόπους σκέψης και αμφισβήτησης των ειωθότων σε νέους και νέες του μέλλοντός μας.
Ο Δημήτρης μας, ο Δημήτρης μας ο πράος, ο Δημήτρης μας ο μειλίχιος, ο Δημήτρης μας ο προσηνής, ο Δημήτρης μας ο ήρεμος, ο Δημήτρης μας ο κιμπάρης, ο Δημήτρης μας ο γλυκός, ο Δημήτρης του χαμόγελου.
Ο Δημήτρης μας ο σύζυγος, ο Δημήτρης μας ο αδελφός, ο Δημήτρης μας ο παππούς, ο Δημήτρης μας ο Καλός. Ο Δημήτρης μας, ο ευπατρίδης αγωνιστής της ζωής.
Ο Δημήτρης μας που δεν μπόρεσε να χαρεί τα βαφτίσια του συνονόματου εγγονού του.
Δημήτρης έφυγε, Δημήτρης ήρθε. Η επιτομή της χαρμολύπης. Είμαστε Έλληνες και ξέρουμε από αυτά, ξέρουμε από Ζορμπά, ξέρουμε από Καζαντζάκη, ξέρουμε από Αισχύλο, ξέρουμε από Σοφοκλή, ξέρουμε από Ευριπίδη, ξέρουμε από Αριστοφάνη.
Ο Δημήτρης μας θα μας λείψει, Ο Δημήτρης μας που μας στέρησε απότομα το κέφι του και την εγκαρδιότητά του. Ο Δημήτρης μας που μας στέρησε τα αρχαία του ρητά. Ο Δημήτρης μας, που μας στέρησε την πεννα του. Ο Δημήτρης μας, που μας στέρησε τα βιβλία του και τις σκέψεις του. Ο Δημήτρης μας, που μας στέρησε αυτό το απαλό και γεμάτο νόημα μειδίαμα, το γεμάτο άφες αυτοίς, το γεμάτο καλοσυνάτη ανοχή. Ο Δημήτρης μας, που αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο και αναπλήρωτο κενό στη ζωή μας.
Σήμερα συνοδεύουμε στην τελευταία του κατοικία έναν Άνδρα με το Α κεφαλαίο, έναν Άρχοντα με το Α κεφαλαίο, έναν Πατριώτη με το Π κεφαλαίο, έναν Πολίτη με το Π κεφαλαίο.
Τα δάκρυά μας θα συνοδεύουν το αιώνιο χαμόγελό σου Δημήτρη μας.
Κράτησέ το εκεί ψηλά και χάριζέ το μας εσαεί Δημήτρη μου. Το χρειαζόμαστε εμείς που ξεμείναμε εδώ κάτω, σ’ αυτή τη φτωχότερη πλέον γη.
Κι εσύ Θεέ μου, φύλαξέ μας εκεί πάνω αυτόν που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Αιωνία σου η μνήμη και ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει, ω αδελφέ μου αγαπημένε.
Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση.


Αργά ή γρήγορα θα σου έρθουμε, όλοι οι αγαπημένοι σου.