Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Θαλής ο Μειλίχιος. Στη μνήμη του ευπατρίδη Θαλή Αργυρόπουλου, Ομότιμου Καθηγητού Α.Π.Θ.


Θαλής ο Μειλίχιος

Στη μνήμη του ευπατρίδη Θαλή Αργυρόπουλου



Του Γιώργου Ι. Συνεφάκη, Αρχιτέκτονα-Πολεοδόμου



Φύλαγέ μου, Θεέ μου, τουλάχιστον όσα έχουν πεθάνει.

Κική Δημουλά, Ποιήτρια, Ακαδημαϊκός


Οι άνθρωποι είναι οι μνήμες τους. Είναι η προσωπική λογοτεχνία του καθενός μας. Η μνήμη όμως, όπου και να την αγγίξεις πονεί, λέει ο Γιώργος Σεφέρης


Το κείμενο αυτό, αφιερωμένο στη μνήμη του Θαλή Αργυρόπουλου, δεν περιλαμβάνει άμεσες αναφορές στο επιστημονικό του έργο. Είμαι σίγουρος ότι αυτό θα το κάνουν άλλοι καλοί και αξιότεροι συνάδελφοι, οι οποίοι διετέλεσαν και αυτοί συνεργάτες του στις πολυσχιδείς επιστημονικές και διοικητικές του δραστηριότητες και οι οποίοι είχαν στενότερες επιστημονικές, ερευνητικές και επαγγελματικές σχέσεις και επαφές μαζί του στους εν λόγω τομείς.

Η παρέμβασή μου θα εστιάσει στον άνθρωπο Θαλή Αργυρόπουλο και στην εν γένει κοινωνική του παρουσία και συμπεριφορά, όπως τον γνώρισα διαχρονικά στις διδακτικές και ακαδημαϊκές μας συνεργασίες, από το 1981 έως και την ημέρα αφυπηρέτησής του από το ΑΠΘ. Στην ευγένεια που εξέπεμπε κάθε του κίνηση, στον ευφυή χειρισμό του λόγου, στην άνεση και στην αποτελεσματικότητα της κάθε του ενέργειας, αλλά κυρίως στο ανυπέρβλητο και τρυφερό του χιούμορ.

Γνώρισα τον Θαλή Αργυρόπουλο το 1979-80, σε μία εκδήλωση διαπανεπιστημιακής συνεργασίας μεταξύ της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Α.Π.Θ. και της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Βενετίας, όπου είχα κληθεί από συναδέλφους του Θαλή να δώσω ένα χέρι στα οργανωτικά θέματα. Μου έκανε εξ αρχής εντύπωση η ευγένεια που εξέπεμπε κάθε του κίνηση και ο μειλίχιος χαρακτήρας του, αλλά κυρίως το καυστικό του χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και η λεπτότατη ειρωνεία του, πάντοτε όμως μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρής ευπρέπειας.

Ένα χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 1981, συνεργάτης πλέον του Εργαστηρίου Πολεοδομίας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συμμετείχαμε από κοινού σε ένα συνέδριο στο Βόλο για την συντήρηση και αναβίωση παραδοσιακών κτιρίων και συνόλων. Μαζί μας ήταν πολλοί φοιτητές μας. Μου είναι αδύνατον να ξεχάσω την πεζοπορία μας, από την Βυζίτσα έως τις Πινακάτες του Πηλίου. Δυόμισι περίπου χιλιόμετρα επικλινέστατης διαδρομής, κατηφόρας και ανηφόρας, δεδομένου ότι με το αυτοκίνητο έπρεπε κάποιος να κατέβει από τη Βυζίτσα στον παραλιακό άξονα και να ξανανέβει στις Πινακάτες, διανύοντας 32 χλμ. Μία πεζοπορία γεμάτη από μεστή ανταλλαγή απόψεων, φωτισμένες σκέψεις, ιδέες και απόψεις, διανθισμένες με το καταλυτικό του χιούμορ. Και όλα αυτά, περιστοιχιζόμενοι από καλλίγραμμες φοιτήτριες και ζωηρούς φοιτητές. Η κατάληξη της πορείας στις Πινακάτες, στην υπέροχη πλατεία της, με ένα τσιπουράκι και το μελιτζανάκι τουρσί για μεζέ, όπου εκεί ουσιαστικά ο Θαλής κελάηδησε την άποψή του περί συντήρησης και αποκατάστασης συνόλων και έκανε με γλαφυρότατο τρόπο τη σύνοψη των πορισμάτων του συνεδρίου, είναι ακόμη ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου.


Θυμάμαι που μεταξύ των άλλων, είχα αναφέρει την άποψη του Ελύτη περί Αναγέννησης, ότι:


«Οι Ευρωπαίοι αντλήσανε από τις ελληνικές αξίες για φτάσουν στην Αναγέννηση. Αλλά η Αναγέννηση η δική τους είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς, εάν δε μας σταματούσε η τουρκοκρατία. Το βλέπουμε αυτό στη ταπεινή κλίμακα, τη μόνη άλλωστε όπου μπορούσαμε ακόμη να εκδηλωνόμαστε. Από την άποψη, ότι μία εσωτερική αυλή νησιώτικου σπιτιού, ή ένας περίβολος μοναστηριού είναι σαν αντίληψη, πολύ πιο κοντά στο πνεύμα που έκανε τους Παρθενώνες και τις Θεομήτορες, παρά όλες οι κολώνες και οι μετώπες των ευρωπαϊκών ανακτόρων». Θυμάμαι επίσης ότι τόλμησα να προσθέσω κι εγώ στη ρήση του Ποιητή ασεβώς, ότι «Και μία αυλή ενός λαϊκού σπιτιού ή μία πλατανοσκιασμένη πλατεία ενός βλαχοχωρίου, εντάσσεται σε αυτή την θεώρηση του Ελύτη». Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα που μου έριξε ο Θαλής. Είχα την αίσθηση ότι είχε βουρκώσει.


Ο Θαλής Αργυρόπουλος ήταν από τους πλέον ακέραιους, έντιμους, τρυφερούς και οξύνοες ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Την απίστευτη καθαρότητα του χαρακτήρα του και την αίσθηση της δεοντολογίας που καθόριζε την εν γένει συμπεριφορά του, την είχαν διαπιστώσει όλοι όσοι τον συναναστρέφονταν. Θυμάμαι και θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικά περιστατικά κατά τη διάρκεια της κοινής μας ακαδημαϊκής ζωής, που νομίζω ότι τα λένε όλα:

-Κατά την περίοδο 1983-84, τότε που επιτρέπονταν οι μετεγγραφές φοιτητών από το εξωτερικό για λόγους υγείας, ο τότε πρόεδρος του Τμήματος ανέθεσε σε μία 3μελή επιτροπή με πρόεδρο τον Θαλή και μέλη εμένα και έναν άλλο συνάδελφο, την εξέταση των αιτήσεων (εάν θυμάμαι καλά 48 τον αριθμό). Ο Θαλής μας ανέθεσε την αρχική επεξεργασία και την αντίστοιχη κατάταξη μέσω μοριοδότησης, με βάση τα πιστοποιητικά ασθενείας που είχαν προσκομίσει οι ενδιαφερόμενοι. Μετά από ενδελεχή έλεγχο, πήγαμε στον Θαλή με τον συνάδελφο και του είπαμε ότι αδυνατούμε να μοριοδοτήσουμε, παρά τις σφραγίδες, βούλες και φαρδιές-πλατειές υπογραφές των μεγαλογιατρών, διότι ο πλέον υγιής φοιτητής (19 και 20 ετών) από τους αιτούντες μετεγγραφή, είχε τουλάχιστον σκλήρυνση κατά πλάκας ή μελάνωμα. Ο Θαλής μας είπε να μην ανησυχούμε. Στην Γ.Σ. του Τμήματος, όταν ήρθε προς συζήτηση το θέμα και ζητήθηκε η εισήγηση της επιτροπής, σηκώθηκε ο Θαλής και έδωσε την απίστευτη απάντηση: «Κύριε Πρόεδρε, η επιτροπή εισηγείται την απόρριψη όλων των αιτήσεων, διότι η περίθαλψη στο εξωτερικό είναι πολύ καλύτερη από την Ελλάδα και εκεί τα παιδιά μας θα έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες ταχύτερης ίασης». Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία να αντιληφθεί κανείς τις αντιδράσεις του σώματος.
-Ένα άλλο σημαδιακό περιστατικό, περί το 1984-84 θαρρώ, ήταν όταν πήγαν στο γραφείο του Θαλή οι γονείς μιάς φοιτήτριας (στρατηγός ο μπαμπάς), όπου η μαινόμενη σύζυγος ζήτησε να δει και να ζητήσει εξηγήσεις από τις «μέγαιρες», όπως τις απεκάλεσε, που τόλμησαν να κόψουν την κορούλα της. Ο Θαλής, ψυχραιμότατος, με εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελό του, σήκωσε το τηλέφωνο και μέσω της γραμματέως, κάλεσε στο γραφείο του (αυτολεξεί) τις δύο μέγαιρες, μαζί με το γραπτό της φοιτήτριας. Οι δύο εξαίρετες συνάδελφοι, πήγαν έκπληκτες με το γραπτό, γεμάτο κοκκινιές, το οποίο είχαν βαθμολογήσει με 3 ή 3,5 αν θυμάμαι καλά. Ο Θαλής, αφού τις σύστησε στην μαινόμενη μαμά «Κυρία μου, ιδού οι μέγαιρες που ζητήσατε να δείτε», κοίταξε το γραπτό, το έδειξε στη μαμά και απευθυνόμενος στις δύο αγαπημένες του συναδέλφους με εκείνο το σαρδόνιο για τέτοιες περιστάσεις χαμόγελό του, τις είπε: «Παρακαλώ πολύ να είστε πιο φειδωλές στην βαθμολογία σας. Το γραπτό έπρεπε να βαθμολογηθεί με 2». Ο μέχρι τότε τελείως άφωνος και άκρως συνεσταλμένος μπαμπάς, ίσως έκανε για πρώτη φορά την επανάστασή του. Αφού ζήτησε ταπεινά συγγνώμη από όλους, ξεκίνησε έναν υπέροχο δημόσιο ενδοοικογενειακό καυγά, χρησιμοποιώντας ένα εξειδικευμένο στρατιωτικό γλωσσικό ιδίωμα, προς τέρψη όλων.
Ο Θαλής ήταν ένας καθηγητής εκείνης της εποχής, που εξέπεμπε οικειότητα και αυστηρή τρυφεράδα, πράγματα καθόλου αυτονόητα τότε, όπου συνήθως το μοντέλο συμπεριφοράς των τακτικών και πρωτοβάθμιων καθηγητών ήταν η αφ’ υψηλού θεώρηση των πραγμάτων. Ήθελε όλοι οι συνεργάτες του να τον προσφωνούν με το μικρό του όνομα, σε εποχές όπου οι τύποι απαιτούσαν προσφωνήσεις με τίτλο και επώνυμο. Κέρδιζε την εκτίμηση και χάριζε απλόχερα τη φιλία του, χωρίς μεμψιμοιρίες, σε όσους κατά την κρίση του το άξιζαν. Δεν διαψεύστηκε ποτέ για τις επιλογές προσώπων και δεν ακούστηκαν ποτέ, ούτε παρασκηνιακά, ούτε επί σκηνής, απαξιωτικά λόγια γι’ αυτόν. Τις αναπόφευκτες ακαδημαϊκές διενέξεις μεταξύ συναδέλφων -κοινός τόπος σε κάθε ΑΕΙ-, πάντα τις αντιμετώπιζε κατά περίπτωση, κινούμενος πάντοτε μέσα στα όρια μίας κλίμακας μεταξύ χιούμορ, απαλής ειρωνείας, έως και καυστικού σαρκασμού.

Ο Θαλής είχε μία εξαιρετική αίσθηση του χώρου. με την ευρεία έννοια του όρου. Τον γεωφυσικό χώρο τον διαφέντευε με επιστημονική μαεστρία. Τον ακαδημαϊκό χώρο τον χειριζόταν με ένα δικό του σύστημα, ένα μείγμα επάρκειας, αξιοκρατίας, καθαρότητας απόψεων και λεπτού χιούμορ. Στον κοινωνικό χώρο και στις ανθρώπινες σχέσεις, κατέθετε όλη την καλοπροαίρετη και τρυφερή διάθεσή του για τη ζωή. Ο Θαλής εξέπεμπε σε κάθε έκφανση της ακαδημαϊκής και κοινωνικής του ζωής, μια αρχοντιά άλλων εποχών. Ήταν ένας ρέκτης της επιστήμης, ένας ευπατρίδης, που ομόρφαινε με τον λόγο του την καθημερινότητα, χρωματίζοντας ακόμη και τις μουντές στιγμές της.

Ο Θαλής ήταν ένας εφαρμοσμένος επιστήμων-άνθρωπος, ένας πολέμιος της αγόγγυστης παραδοχής των πραγμάτων, ένας αμείλικτος διώκτης των ιδεοληπτικών φαντασμάτων και νεοπλασιών του παρελθόντος και ένας πομπός-δέκτης ενός παρόντος και μέλλοντος, όπου η δημοκρατία της γνώσης και η διάχυσή της σε όλους, θα αποτελούν τα κεντρικά εργαλεία και τα αντισώματα για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που διαφαίνονταν ήδη από τότε στον ορίζοντα.

Ο Θαλής δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι παντογνώστης. Έστηνε ευήκοον ους σε κάθε άποψη, την αξιολογούσε και ή την απέρριπτε ή την δεχόταν, ποτέ όμως άκριτα. Χωρίς φόβο αλλά με πάθος. Δεν κοίταζε την ιστορία μέσα από τις γρίλιες, αλλά με τα παράθυρα διάπλατα. Ήταν λάτρης της χρυσής τομής των πραγμάτων και πάντα έβρισκε με αρχοντικό τρόπο λύσεις. Δεν ισχυρίστηκε ποτέ, χρησιμοποιώντας το ακαδημαϊκό του κύρος, ότι είναι «αντικειμενικός». Γνώριζε καλά ότι η αντικειμενικότητα κάθε ανθρώπου είναι η ευπρέπεια της υποκειμενικότητάς του. Και ο Θαλής Αργυρόπουλος, ο Θαλής ο Ευπατρίδης, ο Θαλής ο Μειλίχιος, ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος υπερθετικά ευπρεπής.

Ας είναι καλά εκεί που είναι. Έσπειρε σπόρους που έπιασαν ρίζες και έβγαλαν καρπούς.


Λοιπόν, Φύλαγέ μου Θεέ μου, τουλάχιστον όσα έχουν πεθάνει, που λέει η Κική Δημουλά, αλλά Φύλαγέ μου Θεέ μου και αυτά που δεν θα πεθάνουν ποτέ.


Γ.Σ.