Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Παρουσίαση βιβλίου Τ. Καζλάρη "ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΜΟΥ" 6/5ου/2017-ΕΜΣ. «Η μνήμη, ως προσωπική λογοτεχνία ενός λαϊκού ευπατρίδη»

Το βιβλίο του Τάσου Καζλάρη «ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΜΟΥ», είναι μία κομψή έκδοση 200 σελίδων, διανθισμένη από σκίτσα φίλων του και φωτογραφίες παλιές από τα νειάτα του.
Το βιβλίο το αφιερώνει ο συγγραφέας στην αείμνηστη σύζυγό του Νίτσα, που έφυγε τόσο νωρίς από την ζωή.
Το εξώφυλλο το φιλοτέχνησε ο Στέλιος Ψευτογκάς.
Ο εκδοτικός οίκος είναι ο ΕΡΩΔΙΟΣ
Το βιβλίο αναφέρεται στην ζωή του συγγραφέα από την γέννησή του έως την μετανάστευσή του ή και προσφυγιά, από το Λιβάδι στην Θεσσαλονίκη. Βασικά αναφέρεται στα πρώτα 20 χρόνια της ζωής του στο Λιβάδι.
Μετά το εισαγωγικό κείμενο του συγγραφέα, υπάρχουν οι πρόλογοι της Ασπασίας Καρρά, του Κώστα Προκόβα, του Μιχάλη Μαντέλα, του Κώστα Χρήστου και του Αστέριου Σιλιγκούνα και εμού. Χαρακτηριστική είναι η βλαχική υπερτοπικότητά τους, μια που το προλογίζουν 3 Λιβαδιώτες, ένας Σαμαριναίος, ένας Περιβολιώτης και ένας Ηπειρώτης, κατ΄εμέ κρυπτόβλαχος. Ο σοφός Βλάχος ισορρόπησε και εδώ. Προφανώς για να μην μαλώνουν μεταξύ τους τα δυό βουνά, ο Όλυμπος και η Πίνδος. Ακόμη και για τις ομιλίες των παρουσιάσεων, έβαλε έναν Ολύμπιο, έναν Πινδαίο και στη μέση έναν Βερμιώτη για διαιτητή. Ωστόσο δείχνει την εκτίμηση και την αγάπη τους για τον Τάσο Καζλάρη.
Το σώμα του βιβλίου αποτελείται από 35 μικρά κεφάλαια, που αναφέρονται σε 35 χαρακτηριστικά περιστατικά της ζωής του, που ουσιαστικά μεταφέρουν την ατμόσφαιρα μίας ολόκληρης εικοσαετίας του Λιβαδίου και της Ελλάδας όλης.
Ο λόγος του συγγραφέα είναι κοφτός και όσον με αφορά, επειδή το πολυδιάβασα πριν προχωρήσει στο «Τυπωθήτω», με συγκίνησε. Τιτλοφόρησα τον πρόλογό μου «Η μνήμη, ως προσωπική λογοτεχνία ενός λαϊκού ευπατρίδη»
Την μνήμη όπου και να την αγγίξεις, πονεί
(Γιώργος Σεφέρης)
Ο Τάσος Καζλάρης, άνδρας ώριμος πλέον, με μεστωμένη μνήμη και κρίση, αποφάσισε να λαξέψει στο χαρτί τις μνήμες των ριζών του. Μου έκανε την τιμή να μου δώσει την προεκτύπωση του πονήματός του και μία μεγαλύτερη τιμή, να μου επιτρέψει -σχεδόν να μου επιβάλλει- να το προλογίσω.
Δεν έχω ιδιαίτερη εμπειρία σε τέτοιου είδους γραφές, εξ άλλου η επιστημονική μου ειδικότητά ως αρχιτέκτονος-πολεοδόμου, μου έχει δώσει μεν κάποια εφόδια για κοινωνικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις, αλλά όχι φυσικά για φιλολογικές, πόσω μάλλον δε για λογοτεχνικές.
Διάβασα με προσοχή τις ‘Ρίζες’ του Τάσου Καζλάρη. Ομολογώ ότι υπήρξαν σημεία, όπου έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται και να βουρκώνει, όπως προείπα. Ο λόγος δωρικός, με κοφτές φράσεις, απόλυτα ροϊκός και κυματοειδής, με κοίλες λύπες και κυρτές χαρές, με συχνά διαλείμματα έντονα φορτισμένου ρομαντισμού. Μοιάζει περισσότερο με ανακουφιστική εξομολόγηση προς έναν αόρατο ‘ιερωμένο’, με το κεφάλι ψηλά όμως και χωρίς περιττά σταυροκοπήματα και ανούσιες γονυκλισίες.
«Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού», όπως λέει και η Κική Δημουλά.
Ο Τάσος Καζλάρης δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες, ούτε φυσικά τις επιδιώκει. Με την πέννα του, ξύνει κατά ριπάς πάνω σε ένα παλίμψηστο τα πρώτα 20 χρόνια της ζωής του στο Λιβάδι Ολύμπου, πριν το χωριό του τον στείλει προσφυγόπουλο στην Θεσσαλονίκη. Θεωρεί την μετανάστευσή του στην μεγαλούπολη ως μία τομή στην ζωή του, την οποία οριοθετεί και ταξινομεί μέσα σε δύο μεγάλους κύκλους. Το Λιβάδι είναι ο πρώτος κύκλος του. Τα νηπιακά, παιδικά και εφηβικά του χρόνια, εκείνα που στήνουν το σκηνικό της μετέπειτα πορείας ενός ανθρώπου, εκείνα που καθορίζουν εάν η φύτρα μας, μας μπόλιασε καλά με αξίες που έπιασαν και ρίζωσαν γερά στη γη και στην κοινωνία.
Ο Τάσος Καζλάρης μπολιάστηκε με όλη εκείνη την αγάπη που μια οικογένεια, παρά τις κακουχίες της εποχής, κατάφερε να δημιουργήσει μία ατμόσφαιρα θαλπωρής, να δημιουργήσει μία δική της αυθόρμητη και ορμέμφυτη αγωγή, μία δική της παιδαγωγική μέθοδο, να επινοήσει μία τρυφερή χρυσή τομή μεταξύ της αναγνώρισης των καλών πράξεων ενός παιδιού και της τιμωρίας των κακών.
Ο Τάσος Καζλάρης γεννήθηκε μεγάλος. Μπήκε στα βάσανα από μικρός. Ρούφηξε κάθε στιγμή της ζωής του, πήρε ό,τι καλό υπήρχε και απέρριψε ό,τι κακό βρήκε. Βίωσε τον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο. Ήταν πάντα από την μεριά των «χαμένων», αλλά ουσιαστικά ήταν πάντα νικητής.
Νικητής στα γράμματα που του δίδαξαν, στα βιβλία που του δάνεισαν, στις τρυφερές ματιές των κοριτσιών με το χαμηλό βλέμμα που του τις έκρυβαν, στις ξυλιές της μάνας του, στις αγριάδες της τοπικής εξουσίας και στους αγροίκους εκπροσώπους της. Νικητής και τροπαιούχος στις αυγές του ήλιου, στις ανατολές του Ολύμπου, στα δαγκώματα των σκυλιών, στο κελάηδημα των αηδονιών, στο θρόϊσμα των φύλλων των δένδρων, στο κελάρυσμα των πηγών, στις σκιές του δάσους, στην γαλήνη του άλσους που το λένε Κιόσκι, στην υποπλατάνια ντροπαλοσύνη του, στην τρυφερή σχέση με το γαϊδουράκι και το σκυλάκι του, στον χρωστήρα των ονείρων του. Νικητής στην σφυρηλάτηση ενός σεμνού χαρακτήρα, τρυφερού και αγαπησιάρικου, με σωστές και χαλιναγωγημένες ακόμη και τις ανθρώπινες αγανακτήσεις και εκρήξεις του.
Πάλεψε την ζωή της εποχής, πάλεψε τις δυσκολίες της, μόχθησε για τον ευρύ οικογενειακό του πυρήνα, προσέφερε απλόχερα ένα ασύμμετρα μεγάλο για τις δυνάμεις του μερίδιο στον οικογενειακό και κοινωνικό ρεφενέ του Λιβαδίου.
Ο Καζλάρης δεν πήγε γυμνάσιο. Γράφει όμως σαν να έβγαλε πανεπιστήμιο. Και όντως το έβγαλε, εκείνο το πανεπιστήμιο το δουλευτάρικο, εκείνο του μόχθου και της κακουχίας της Ελλάδας της κατοχής, του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους.
Του οφείλω προσωπικά την απόλυτη τεκμηρίωση και επαναβεβαίωση της άποψής μου, ότι «Άλλο σπουδαγμένος, άλλο μορφωμένος». Διότι τα λέει όλα, όταν συμπτύσσει μέσα σε τρεις παραγράφους, την απόλυτη και διαχρονική λαϊκή σοφία της πατρίδας μας, όταν καταθέτει με λυρικό τρόπο ότι:
«Εγώ περπατούσα προς την κορυφή του Τίταρου με κατεύθυνση προς βορρά. Με το ένα πόδι στην Μακεδονία, το άλλο στην Θεσσαλία. Μου άρεσε το παιχνίδι, στηριζόμενος στο κοντάρι μου, στο ένα μου βήμα να λέω είμαι Μακεδόνας, είμαι Θεσσαλός στο άλλο μου πόδι. Φροντίζοντας να είμαι στο σύνορο. Στο ένα μου πόδι έχω πρόγονο τον Φίλιππο, τον Αλέξανδρο, τον Αριστοτέλη, τον Δημόκριτο, τον Λεύκιππο, τον Πρωταγόρα, τον Αρχέλαο. Στο άλλο μου πόδι στην Θεσσαλία, έχω πρόγονο τον Αχιλλέα, τον Κένταυρο Χείρωνα, τον Νικοτσάρα, τον Γεωργάκη Ολύμπιο.
Είναι και η κόμη της Βερενίκης, πού όμως να την ψάξω; Αυτός ο μύθος με γοήτευε. Η όμορφη πριγκίπισσα που υποσχέθηκε στον Δία τα όμορφα πυρόξανθα και μακριά μαλλιά της, αν ερχόταν ο καλός της σώος από τον πόλεμο. Ήρθε και τότε πήγε και έδωσε το κεφάλι της και ο Δίας έκοψε τα μαλλιά της, τα φύσηξε στον ουρανό και έτσι έγινε η κόμη της Βερενίκης. Αστέρια για παντρεμένους!
Η νύχτα είχε προχωρήσει με όλες αυτές τις σκέψεις και το νυχτοπούλι, ο γκιώνης, μου το θύμιζε αυτό. Επίμονα, διαπεραστικά και με απόγνωση. Και ως προς την απόγνωση έμοιαζε πολύ με την δική μου ψυχολογική κατάσταση. Τι άραγε ψάχνει και αυτός; Πώς μπόρεσε να μ’ αγγίξει τόσο; Μήπως τελικά είμαι επικίνδυνα ευαίσθητος; Μήπως αυτά δεν ταιριάζουν σ’ έναν άνθρωπο του βουνού και του δάσους, του ήλιου, της βροχής και του χιονιού, της χαράς και της λύπης, της δουλειάς και της ανεμελιάς, των φίλων και των εχθρών; Της αγάπης, προπάντων, της αγάπης; Με αξιοπρέπεια, χωρίς να ξέρω αν αυτά συμβιβάζονται. Θα δούμε όταν θα ’ρθει. Έχουμε καιρό. Τώρα έχω άλλες προτεραιότητες. Η αγάπη θα περιμένει. Όταν όμως έρθει, δεν θέλω να ’ρθει σαν κεραυνός. Να έρθει ήρεμα, για να δω πώς θα έρθει.»
Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Υπάρχει μόνον η ευπρέπεια της προσωπικής υποκειμενικότητας του καθενός μας. Ωστόσο ο Καζλάρης καταφέρνει να προσεγγίζει τα όρια της αντικειμενικότητας, βλέποντας και περιγράφοντας την ζωή του με στερεοσκοπικό τρόπο, σαν τρίτος. Διαλέγεται με το είδωλό του συντροφικά, τσακώνεται μαζί του, αναρωτιέται, προβληματίζεται και πολλές φορές καταλήγει με υποδόριο χιούμορ και λεπτή ειρωνεία σε σιβυλλικές αποφάσεις, ως γνήσιος απόγονος του Δία, που τον έχει προφίλ και ανφάς στον Μύτικα.
Το πόνημα του Καζλάρη, είναι η αποτύπωση μιάς ζωής που κατάφερε να είναι η επιτομή της αγνής βλαχόφωνης Ρωμιοσύνης. Γοητεύει και συγκινεί. Κοφτός λόγος, καθαρή σκέψη, μείγμα μίας σύνθετης απλότητας. Μία συνισταμένη αφηγηματικής ουδετερότητας και τρυφερής αναπόλησης μιάς ταραχώδους εφηβείας. Μία γραφή σε πρώτο πρόσωπο που τελικά φαίνεται να γίνεται σε τρίτο.
Ο Καζλάρης εν αγνοία του, απαγγέλει Καβάφη στο κείμενό του, που ευωδιάζει Λιβάδι και Όλυμπο. Ασπάζεται ασμένως, με υποσυνείδητο τρόπο, τους στίχους του ποιητή στο υπέροχο ποίημά του «Η Πόλις» :
«Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες»

Τελικά, οι ΡΙΖΕΣ του Τάσου, καταλήγουν να είναι ένα κράμα ντροπαλού παιάνα και ενός ψιθυριστού μοιρολογιού. Καταλήγουν να είναι μία Ελλάδα ηττημένη στα χαρτιά και πάντα νικήτρια στη ζωή την ίδια. Ξεκινούν αρχικά να εκπέμπουν μία αισιόδοξη θλίψη και καταλήγουν σε μία θλιμμένη αισιοδοξία.
Ο Τάσος Καζλάρης, με το σπαρακτικό του αυτό πόνημα, στην ουσία μας προτείνει να κρατήσουμε ενός λεπτού κραυγή για μια μάνα Ελλάδα που θάψαμε, αλλά και που ποτέ δεν πεθαίνει, διότι δεν θα την αφήσουν να πεθάνει οι μνήμες και τα βιώματά μας και διότι τελικά οι ρίζες του λαού μας και του Καζλάρη είναι γερές.
Ο Τάσος Καζλάρης κερδίζει επάξια τον τίτλο του λαϊκού αγωνιστή της ζωής. Κερδίζει επάξια το παράσημο του λαϊκού ευπατρίδη. Ελπίζω να υπάρξει στο εγγύς μέλλον, ένα νέο παλίμψηστο, όπου θα αποτυπώνεται και ο δεύτερος κύκλος της ζωής του εν Θεσσαλονίκη.

Είμαι περήφανος που με τιμά με την φιλία του, αυτή την πολύτιμη, «άσπονδη» μεν φαινομενικά, αλλά τελικά γεμάτη τρυφερές και απλόχερες σπονδές.


Γιώργος Ι. Συνεφάκης