Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΙΣΘΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΘΕΝΤΕΣ ΕΠΙ ΧΟΥΝΤΑΣ ΛΙΒΑΔΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΣ



ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΙΣΘΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΘΕΝΤΕΣ ΕΠΙ ΧΟΥΝΤΑΣ
ΛΙΒΑΔΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΣ

Θεσσαλονίκη 16/11/2008 – Μέγαρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης

Γιώργος Συνεφάκης – Πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι
Στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση του Συλλόγου μας, του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, μαζί με τις άλλες εκδηλώσεις, στις οποίες οι περισσότεροι από εσάς μας τιμήσατε με τη συμμετοχή σας, το Δ.Σ. έκρινε ότι θα πρέπει να τιμήσει και τους συμπατριώτες μας της Θεσσαλονίκης και τα μέλη του Συλλόγου μας που βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν κατά τη διάρκεια της 7χρονης δικτατορίας 1967-1974. Και υπάρχει ένας ιδιαίτερος συμβολισμός, ότι αυτή η εκδήλωση γίνεται στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, σε έναν χώρο που στεγάζει την Ιστορία της πόλης μας, τμήμα της οποίας είναι και οι σημερινοί τιμώμενοι συμπατριώτες μας και οι πράξεις τους
Τέσσερις είναι οι λόγοι που μας ώθησαν να οργανώσουμε τη σημερινή εκδήλωση :
1.    Διότι πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι είναι οι μνήμες τους. Και ένας Σύλλογος σαν τον δικό μας, με 100 χρόνια ζωής και χιλιάδες ανθρώπους που πέρασαν από τις γραμμές του, έχει αποκτήσει πλέον μία συλλογική μνήμη, που έχουμε την υποχρέωση και να την διαφυλάξουμε και να την μεταδώσουμε στους νεότερους. Κι επειδή ζούμε σε περίεργες εποχές, όπου την μνήμη μας το σύστημα τείνει να την θεωρήσει ως κοινωνικό και πολιτικό μειονέκτημα, ενώ την αμνησία την επιδιώκει και την χρησιμοποιεί ως υπόστρωμα για διεργασίες επιβολής και εδραίωσης μιάς νέας τάξης πραγμάτων, οι μνήμες μας πλέον είναι τα τιμαλφή της ιστορίας μας, είναι τελικά η γνώση μας, είναι τελικά οι αλήθειες μας. Γιατί η α-λήθεια, με το άλφα στερητικό μπροστά, είναι η μη λήθη μας, η μνήμη μας δηλαδή για ό,τι συνέβη στον τόπο μας και στις γενειές μας.
2.    Διότι πιστεύουμε πως ένας Σύλλογος σαν το δικό μας, θεωρεί την διατήρηση της παράδοσης του τόπου μας, όχι ως μία διαδικασία που αρχίζει και τελειώνει με συνεχώς επαναλαμβανόμενες ακουστικοχορευτικές μιμητικές αναπαραστάσεις κάποιων στιγμών του παρελθόντος, ή με περιστασιακές νεκραναστάσεις παλαιών εθίμων. Είναι η συνείδηση της ύπαρξης του παρελθόντος μέσα στο παρόν. Η διατήρηση της παράδοσης είναι η ανάδειξη των αξιών που η ίδια η παράδοση εμπεριέχει και η λειτουργία των αξιών αυτών ως αντισωμάτων κατά της ισοπεδωτικής λογικής των εμπορευματικών προτύπων ζωής, τα οποία η παγκοσμιοποίηση προσπαθεί να επιβάλλει, εις βάρος της ξεχασμένης και αγραναπαυμένης μας Ρωμιοσύνης.
3.    Διότι πάντοτε ο πληθυσμός του Λιβαδίου Ολύμπου και κατ’ επέκταση και τα μέλη του Συλλόγου μας, κατά μεγάλη πλειοψηφία, συμμετείχαν ενεργά σε όλους τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, υπερασπιζόμενοι τις εθνικές πατριωτικές αρχές της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
4.    Διότι εάν ως πολιτισμός νοείται το σύνολο των πνευματικών επιδόσεων και επιτευγμάτων του ανθρώπου στις τέχνες, στις επιστήμες, στους θεσμούς, στο δίκαιο κτλ., η δημοκρατία και το δημοκρατικό πολίτευμα είναι το κέλυφος μέσα στο οποίο τα επιτεύγματα αυτά μπορούν να ευδοκιμήσουν και να αναπτυχθούν προς όφελος των πολιτών. Επομένως η προάσπιση, η υπεράσπιση και η ενδυνάμωση της δημοκρατίας, ο πατριωτισμός δηλαδή, είναι πολιτισμός. Οι δε προσωπικές θυσίες στο όνομα του πατριωτισμού και της Δημοκρατίας, είναι τελικά δείγμα υπέρτατης Πολιτιστικής συνείδησης, με το Π κεφαλαίο, δηλαδή ένα δείγμα μιάς διαχρονικής ανθρώπινης αξίας, την οποία όλοι μας πρέπει να ενστερνιζόμαστε και να εμφυσούμε στους νεότερους.

Στο πλαίσιο λοιπόν του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση του Συλλόγου μας, το Δ.Σ. του Συλλόγου μας, ενέταξε και την σημερινή εκδήλωση, μία εκδήλωση ‘δύσκολη’ θα λέγαμε, μία εκδήλωση που ίσως ταράζει τα νερά του συνειδησιακού μας εφησυχασμού, μία εκδήλωση που ξεσκονίζει μνήμες θαμμένες στο διάβα του χρόνου, μία εκδήλωση που ξεφεύγει από τα στερεότυπα των κλασσικών πανηγυρικών γενεθλίων και ιωβηλαίων, μία εκδήλωση προς τιμήν μιάς μνήμης που πάει να χαθεί μέσα στην παραζάλη της εποχής. Μιάς μνήμης που ως φορέας ευγενών ιδεών ενδεχομένως να μην πολυχρειάζεται σε μία εποχή γνωστικής αποστήθισης και επιδερμικής παπαγαλίας της επίσημης ή και της καθεστηκυίας ιστορίας, μιάς μνήμης που τείνει επισήμως να εκφυλιστεί σε πομπώδεις και γενικόλογες ανακοινώσεις, σε στιγμιαίες και τυπικές αποτίσεις φόρων τιμής (αύριο εξ άλλου γιορτάζεται και το Πολυτεχνείο και ξέρουμε πώς θα κανιβαλιστεί τηλεοπτικώς πάλι), μιάς μνήμης που εμείς τουλάχιστον δεν θέλουμε να αποστειρωθεί και να χάσουμε τα νοήματά της.
Είμαστε επομένως σήμερα όλοι μας εδώ, για να τιμήσουμε κάποιους συμπατριώτες και μέλη του Συλλόγου μας, οι οποίοι, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι και διότι ‘δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις’ κατά την μαύρη περίοδο της 7χρονης δικτατορίας, φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν και βασανίστηκαν για τα δημοκρατικά τους φρονήματα, για τις ιδέες τους, για την ακεραιότητα των πεποιθήσεών τους. Τελικά οι άνθρωποι αυτοί, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν για τον Πολιτισμό τους και τα ιδεώδη τους.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου μας ζήτησε τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της 7ετίας από μέσα (εννοούμε μέσα από τις φυλακές), ώστε να έχει έναν όσο το δυνατόν πληρέστερο κατάλογο των συμπατριωτών και μελών μας που υπέστησαν αυτές τις απάνθρωπες διώξεις. Βρήκαμε τελικά 13 πρόσωπα, αν και πιστεύουμε πως είναι και άλλοι αφανείς, που για δικούς τους λόγους ακόμη σιωπούν.
Πολλοί από τους σημερινούς τιμωμένους συμπατριώτες μας, με περισσή ντροπαλοσύνη και με περισσή σεμνότητα, σχεδόν δυσφόρησαν, όταν προσεκλήθησαν να συμμετάσχουν στη σημερινή ημερίδα. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε πιεστικά συναισθηματικά μέσα και να εξαντλήσουμε όλη μας την πειθώ, για να τους έχουμε σήμερα εδώ, παρά τα προβλήματα υγείας που οι περισσότεροι έχουν.

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι
Έχουμε σήμερα εδώ μαζί μας, τους σεμνούς πατριώτες και πατριώτισσες με το Π κεφαλαίο:
1.         Ασπασία Καρρά-Μαραβέα
2.         Κίμωνα Καρρά
3.         Λίτσα Καρρά-Κακαμάκα
4.         Οικογένεια Κώστα Καρρά
5.         Βασίλη Μάστορα
6.         Γιώργο Μάστορα
7.         Τάκη Καρανίκα
8.         Τάσο Καζλάρη
9.         Πόπη Καζλάρη-Παπαστεργιάδη
10.      Βασίλη Μπάμπα
11.      Μιχάλη Σπυριδάκη
12.      Γιάννη Τριάρχου
13.      Τιμολέοντα Φακαλή

Οι συμπατριώτες μας αυτοί, εργάτες του πνεύματος και του σώματος, μας τιμούν με την παρουσία τους και ήρθαν όχι τόσο για να τους τιμήσουμε, αλλά για να μας τιμήσουν αυτοί με τη σεμνότητά τους για τα 100 χρόνια του Συλλόγου μας. Και ήρθαν για να μας μεταφέρουν ένα μήνυμα μνήμης. Ένα μήνυμα ελευθερίας, ένα μήνυμα δημοκρατίας, ένα μήνυμα αισιοδοξίας, ένα μήνυμα αξιοπρέπειας, ένα μήνυμα πολιτισμού Ένα μήνυμα που απευθύνεται σε όλους μας αλλά κυρίως στους νεότερους. Και το μήνυμα αυτό, τον πολιτισμό αυτόν, τον πλήρωσαν με πολύχρονες ταλαιπωρίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια.

Θα προσπαθήσω συνοπτικά να παραθέσω τα γεγονότα της εποχής εκείνης, δίδοντας ευκαιρία να τα ανασύρουμε από τη μνήμη μας οι παλαιότεροι και να τα αποτυπώσουν οι νεότεροι.

Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 η Ελλάδα ζούσε κάτω από ένα στρατιωτικό, δικτατορικό καθεστώς. Μία ομάδα ανωτέρων αξιωματικών, υπό τις ευλογίες, την στήριξη και τις παροτρύνσεις των ΗΠΑ και της CIA, κατέλυσε το δημοκρατικό καθεστώς και την εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας και επέβαλε μία στυγνή δικτατορία, παραβιάζοντας τους όρκους τους περί υπακοής εις το Σύνταγμα της Ελλάδας, αναστέλλοντας όλα τα άρθρα που αφορούσαν τις προσωπικές ελευθερίες των πολιτών και απλώνοντας ένα πέπλο τρόμου σε όλη την χώρα. Ελάχιστα έως μηδαμινά μας παρηγορεί το ότι 30 χρόνια μετά, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, αυτός ο Δημοκρατικός πλανητάρχης, αυτός ο εξαγωγέας της ειρήνης στα Βαλκάνια μέσω των βομβών, των καταστροφών και του διαμελισμού της τότε Γιουγκοσλαυίας, ζήτησε δημόσια συγγνώμη για την συμβολή της χώρας του στην δικτατορία, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα.
Η δικτατορία διήρκεσε 7 χρόνια. Τα αποτελέσματα της 7ετίας αυτής είναι γνωστά (εκατοντάδες πατριώτες νεκροί, χιλιάδες πατριώτες στα ξερονήσια και το 40% της Κύπρου υπό τουρκική κατοχή). Πικρές οι αναμνήσεις. Χιλιάδες ταλαιπωρήθηκαν όλη εκείνη την περίοδο. Βασανιστήρια, εξορίες, άτυπες εκτελέσεις, διωγμοί, δίκες και καταδίκες ήταν στην ημερήσια διάταξη, με κορωνίδα εκείνο το διαβόητο «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», που στέγασε και επαύξησε όλη την αυθαιρεσία που είχε καθιερώσει το ως τότε μετεμφυλιακό καθεστώς.
Όσοι είχαν την ατυχία να ζήσουν την περίοδο εκείνη και να βιώσουν τα δεινά που επισώρευε μέρα με τη μέρα η δικτατορία, γνωρίζουν πλέον τι ήταν εκείνο που προκάλεσε τη λαίλαπα. Δεν ήταν μόνον ο διχασμός του πολιτικού κόσμου και η ψυχροπολεμική Αμερική. Ήταν και τα Ανάκτορα και η αποστασία και όσοι υπηρέτησαν και τους δύο αποσταθεροποιητικούς παράγοντες που οδήγησαν τη χώρα σε μια από τις χειρότερες περιόδους της νεότερης Ιστορίας της, με αποκορύφωμα την τραγωδία της Κύπρου. Να μην ξεχνάμε, πάντως. Υπήρξε και η «άλλη πλευρά», η οποία βολεύτηκε με τη δικτατορία, είτε επειδή ταυτιζόταν με τις επιλογές της και με όσα συμβόλιζε για τη Δεξιά της εποχής, είτε επειδή η δικτατορία ανέδειξε τα τυχοδιωκτικά της ένστικτα και προσέφερε σ' αυτήν γην και ύδωρ για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα.
Στρατός, Εκκλησία, Αστυνομία, αλλά και μερίδα του αποκαλούμενου πνευματικού κόσμου σε όλες τις εκδοχές του και της ακαδημαϊκής κοινότητας, αποτέλεσαν τα στηρίγματα του δικτατορικού καθεστώτος και αποκόμισαν κέρδη, άλλα πρόσκαιρα που καταργήθηκαν ή αχρηστεύθηκαν με την κατάρρευση της δικτατορίας, άλλα μονιμότερα, κυρίως στον επιχειρηματικό τομέα. Πολλοί έθεσαν τότε τα επιχειρηματικά τους θεμέλια και αρκετοί κατάφεραν να παρατείνουν την οικονομική τους εξουσία ως τις μέρες μας.
Για καθολική αντίσταση στη δικτατορία μιλούν συνήθως πολλοί. Πρόκειται για υπερβολή, αφού η μεγάλη πλειοψηφία είχε μείνει σιωπηλή. Είναι αλήθεια ότι την ανέχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού και οικονομικού κατεστημένου του τόπου. Η απριλιανή χούντα, όμως, ποτέ δεν απέκτησε λαϊκό έρεισμα, γι' αυτό και ποτέ δεν τόλμησε -έστω και μία- δημόσια ανοιχτή συγκέντρωση. Προσωπικές συνθήκες, ο φόβος για τις πιθανές επιπτώσεις και η τάση για υποταγή στην οποιασδήποτε μορφής νομιμότητα, καθήλωσαν τους περισσότερους στην ασφάλεια που τους προσέφερε η αποχή από κάθε επικίνδυνη αντίδραση. Ανθρώπινες αδυναμίες, που με την πάροδο των ετών έχασαν κάθε ουσιαστική τους αξία.
Η μαζική λαϊκή διαμαρτυρία που ξεκίνησε με την διαδήλωση στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου του 1968, θα επαναληφθεί το 1973 στο μνημόσυνο για τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου και θα συνεχιστεί τις επόμενες μέρες στο Πολυτεχνείο, όπου η εξέγερση θα είναι η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση. Ο απλός λαός δεν ανέχθηκε, ούτε συμβιβάστηκε. Αντί του εξευτελισμού με υπηρεσία στη χούντα, οι νέοι της εποχής προτιμούσαν τη μετανάστευση. Στη χουντική επταετία μετανάστευσαν στο εξωτερικό 1.022.188 Έλληνες. Από αυτούς οι 434.944 μόνιμα και 587.244 προσωρινά. Και επρόκειτο για δημοκρατικούς πολίτες, όπως αποδεικνύεται από τις μεγάλες αντιδικτατορικές εκδηλώσεις που οργάνωναν οι μετανάστες σε ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. Το γιατί δεν οργανώθηκε από τον λαό ένοπλη αντίσταση στη δικτατορία: Κατ' αρχάς δεν υπήρχε καμία προετοιμασία, αλλά ούτε υπήρχαν και ερείσματα από δημοκρατικούς μέσα στον στρατό και στο κράτος. Από τη δικτατορία Μεταξά το 1936 έως και τη χούντα, το κράτος ήταν μονοκομματικό και μάλιστα ελεγχόμενο από ένα πανίσχυρο παρακράτος. Ο λαός γνώριζε ότι ένοπλη αντίσταση θα οδηγούσε σε αιματοχυσία και σε νέο εμφύλιο. Και είχαν περάσει μόλις 18 χρόνια από την προηγούμενη εμφύλια σύγκρουση.
Ποιοί, όμως, ανέχτηκαν τη δικτατορία; Την ανέχτηκε η άρχουσα τάξη, δηλαδή οι παράγοντες που στήριζαν το μετεμφυλιακό κράτος, το Στέμμα, ο Στρατός, η πολιτική της ηγεσία, η ιθύνουσα τάξη, ο Τύπος. Και αυτή, όμως, η Δεξιά που ήθελε δικτατορία και όχι εκλογές, γρήγορα κατάλαβε ότι την εξουσία κατέλαβε το τέρας του παρακράτους, το οποίο αυτή είχε εκθρέψει.
Το νεοελληνικό δράμα άρχισε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου και κορυφώθηκε με τον εμφύλιο, το καθεστώς του οποίου συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του. Ήταν ένα καθεστώς διχασμού και αστυνόμευσης των φρονημάτων, με φακέλους, διωγμούς και αποκλεισμό μεγάλου μέρους πολιτών από τη δημόσια ζωή αλλά και από το δικαίωμα εργασίας στο Δημόσιο και στον ευρύτερο τομέα, τον ελεγχόμενο από το κράτος.
Η απριλιανή δικτατορία έβγαλε στο φως όλες τις δυνάμεις του παρακράτους, που δρούσαν στο σκοτάδι. Έδειξε ότι ο Στρατός δεν ελεγχόταν από την πολιτική εξουσία ούτε από τη «νόμιμη» ηγεσία του ούτε από το Παλάτι, αλλά από μία ομάδα συνωμοτών, που είχε απλώσει παντού τα πλοκάμια της. Το ίδιο συνέβαινε και με την Αστυνομία. Δυστυχώς, όμοιο φαινόμενο είχαμε και στο «οχυρό της δημοκρατίας», δηλαδή στη Δικαιοσύνη. Οι κορυφαίοι λειτουργοί έσπευσαν αμέσως να δεχθούν υπουργικά αξιώματα στην κυβέρνηση της χούντας και ο κορυφαίος -ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Κων. Κόλλιας- έγινε «πρωθυπουργός». Οι ύποπτοι, δηλαδή οι δημοκρατικοί, που ήταν μέσα στο οχυρό και αντιστέκονταν, αποκεφαλίστηκαν λίγους μήνες αργότερα. Παρόμοια στηρίγματα είχε το παρακράτος και στα πανεπιστήμια και στην Εκκλησία και σε όλους τους μηχανισμούς του κράτους. Όλοι οι θεσμοί ήταν βαθιά διαβρωμένοι ή μπλοκαρισμένοι, γι' αυτό και δεν εκδηλώθηκε αντίσταση.
Τι άφησε πίσω της η δικτατορία; Άφησε διαβρωμένους θεσμούς, πέρα από την τραγωδία της Κύπρου, αλλά και μια γενικότερη πτώση αξιών. Σοβαρή προσπάθεια αποκατάστασης του κύρους των θεσμών, δυστυχώς, δεν έγινε. Αυτό φαίνεται από την τεράστια έκταση της διαφθοράς και την αδυναμία των κομμάτων να την αντιμετωπίσουν. Η ντροπή της 21ης Απριλίου ας μείνει ανεπανάληπτη ιστορική ανάμνηση. Η καταισχύνη της Ελλάδας ας γίνει μάθημα για το μέλλον. Ας αντλήσουμε κι ένα δίδαγμα : Η σύνδεση πολιτικής εξουσίας και λαϊκής βούλησης και ο απόλυτος σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου -όλων των ανθρώπων και όλων των δικαιωμάτων- μας προστατεύουν από την τυραννία, αλλά και από τη γελοιοποίηση.
Μας προστατεύουν από γελοία αποφθέγματα του Παττακού, που και αυτός όπως και οι άλλοι πραξικοπηματίες, εβίαζαν ακόμη και την ελληνική γλώσσα. Ρήσεις όπως ‘Ο εγκαταλελειμμένος ελληνικός αγρός αναμένει το πότισμα από το ύδωρ της ελληνοχριστιανικής πηγής’ ή όπως ότι ‘Η μέθοδος δια την πορείαν μας προς το ιδανικόν είναι να συρρικνώσωμεν το στοιχείον του ψυχισμού από το τρίπτυχον της προσωπικότητάς μας και εν ψυχρώ απολύτως, με οδηγόν τον λόγον, να τοποθετήσωμεν τον εαυτόν μας εις την α΄ ή β΄ θέσιν του διπτύχου’, δείχνει πέραν των άλλως και την ψυχική διαταραχή των ανθρώπων εκείνων.

Ένα ακόμη εγκληματικό «προϊόν» της χουντικής επταετίας. Ειδικότητα : Βασανιστής

Πώς γίνεται ένας βασανιστής; Καίριο ερώτημα, που προέκυψε μετά την πτώση της χούντας, όπου κάποια από αυτά τα ανθρωποειδή οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη (για να «καθαρίσουν» με σχετικά ελαφριές ποινές). «Από ποιους Έλληνες στρατολογήθηκαν οι χιλιάδες βασανιστές των Ελλήνων;» αναρωτιέται η Λιλή Ζωγράφου. Ο κλέφτης, ο ληστής, ακόμα κι ο φονιάς έχουν να προβάλουν κάποιο άλλοθι. Το άλλοθι του βασανιστή, που καταπονεί έναν συνάνθρωπό του, ο οποίος προσωπικά δεν του έχει κάνει τίποτα, ποιό είναι; Η επιστήμη έχει βέβαια τις εξηγήσεις, οι οποίες ωστόσο δεν απαλλάσσουν τον σκεπτόμενο άνθρωπο από το δέος για το κτήνος που ενδεχομένως κρύβει μέσα του ο πλησίον ή και ο ίδιος, και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να εκδηλωθεί. Είναι γεγονός πως τα βασανιστήρια των ναζί ωχριούν μπροστά στα βασανιστήρια των δικών μας βασανιστών. Αν εξαιρέσουμε τα κομφόρ της ομαδικής εξόντωσης που διαθέτανε τα γερμανικά στρατόπεδα, εμείς ξεπεράσαμε σε θηριωδία τους ναζί, επισημαίνει στο ίδιο βιβλίο η Ζωγράφου. Και προσθέτει: Πώς φτάσαμε εκεί; Με ποιον τρόπο, με ποια μέσα νικήσαμε την ανθρωπιά του Ρωμιού; Με ποια επιχειρήματα στραγγαλίσαμε το φυσικό συναισθηματισμό του; Πώς τον μεταβάλαμε από γείτονα, συγγενή, κουμπάρο, σε σαδιστή ψύχραιμο, σε βασανιστή, όχι ξένων εισβολέων, όχι αλλόγλωσσων κι αλλόθρησκων; Είδε κανείς, διάβασε πουθενά, πως κάποιος ανησύχησε; Ζητήθηκε από κάποια άτομα ή επιτροπή να γίνει μια έρευνα, μια μελέτη, προκειμένου να πληροφορηθεί υπεύθυνα το κράτος τι συνέβη στην Ελλάδα αυτά τα επτά χρόνια; Από πού μας ήρθε ο βασανιστής; Ποιος τον έφτιαξε; Ποιος τον πρόσφερε στο έγκλημα; Ήταν από φυσικού του σαδιστής, αιμοβόρος; Και ζούσε δω, στα περίχωρα; Στη γαλήνια κι αδιατάραχτη ελληνική επαρχία μας; Οι Έλληνες βασανιστές σε τι πίστεψαν, δολοφονώντας κι εξουδετερώνοντας άλλους Έλληνες συμπατριώτες τους; Εν ονόματι ποιού ιδανικού; Και πού είναι, αλήθεια, ο χριστιανισμός μιας χώρας, που, ξοφλά με ανθρωποθυσίες, για να εξουδετερώσει, τάχα, τον κίνδυνο του κομμουνισμού, που απειλεί τις χριστιανικές αρχές της ελληνικής οικογένειας και την ηθική της χριστιανικής νεολαίας; Πού ήταν η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία στην περίοδο της εγκληματικής επταετίας; Άκουσε ή διάβασε κανείς φωνή διαμαρτυρίας να βγαίνει από ιερατικά χείλη, με μοναδική εξαίρεση τον Γεώργιο Πυρουνάκη; Αναρωτιέται η μεγάλη μας συγγραφέας.
Εξ άλλου και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, την ώρα που βασανίζονταν οι πατριώτες, εδήλωσε ότι αυτός μελετούσε τον Λόγο του Θεού και δεν άκουσε ούτε κατάλαβε τίποτε.
Σε αυτή την ιδιότυπη και κατασκευασμένη κάστα ανθρώπων-βασανιστών και στα χέρια τους, έπεσαν πολλοί πατριώτες, ορισμένους από τους οποίους σήμερα τιμούμε εδώ. Ο Τάσος ο Καζλάρης διηγείται ότι μέσα στις φυλακές Αβέρωφ όπου παραθέρισε και αυτός, το Λιβάδι ήταν η τρίτη πόλη της Ελλάδας, μετά την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Περιποιεί τιμή και για το χωριό μας και για τον Σύλλογό μας, που ορισμένοι πολίτες εκείνης της περιόδου βρίσκονται σήμερα εδώ μπροστά μας, ήρεμοι, χαμογελαστοί ή βουρκωμένοι, με χαραγμένο το πρόσωπό τους, όχι τόσο από τον πόνο και τις στερήσεις εκείνης της μαύρης περιόδου, όσο από την έκφραση της γαλήνης των ανθρώπων που έκαναν το καθήκον τους, από την έκφραση της μεγάθυμης και μεγαλόψυχης συγχώριας που χάρισαν στους δεσμοφύλακες και τους βασανιστές τους, από την έκφραση της ψυχικής ολοκλήρωσης που επιφέρει η ενεργός συμμετοχή στην διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας μας. Αυτοί μαζί με τόσους και τόσους άλλους και όχι ο Σεφέρης, έγραψαν τους στίχους που λένε ότι ‘Λίγο ακόμα Θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν, τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο, τη θάλασσα να κυματίζει, λίγο ακόμα να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα’, αυτοί μαζί με τόσους και τόσους άλλους και όχι ο Μίκης ο Θεοδωράκης, τους μελοποίησαν, αυτοί μαζί με τόσους και τόσους άλλους και όχι η Μαρία η Φαραντούρη, τους τραγούδησαν.
Και σήμερα; Αύριο που θα γιορτάσουμε και πάλι το Πολυτεχνείο; Που βρισκόμαστε; Αφυδατωθήκαμε; Εφησυχάσαμε; Ξεχάσαμε; Κουραστήκαμε από τον στομφώδη τρόπο εμφάνισης και παρουσίασης των γεγονότων; Γεράσαμε; Συμβιβαστήκαμε; Φοβόμαστε ακόμη;
Ας αφήσουμε τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη να απαντήσουν σε αυτά τα αδυσώπητα ερωτήματα. Ίσως η ποιητική πέννα απαντάει με τον πιο αιχμηρό και αληθινό τρόπο σε αυτά :

Φοβάμαι...
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία -μεσούντος κάποιου Ιουλίου- βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι
Όσο βλέπουμε μπροστά μας αυτούς τους ανθρώπους που τιμούμε και μας τιμούν σήμερα εδώ, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τον ποιητή, εκεί ψηλά που βρίσκεται, ότι δεν πρέπει να φοβάται. Να φοβάται, μόνο εάν τα μηνύματά τους εμείς δεν θα τα μεταφέρουμε στους νεότερους, να φοβάται μόνο εάν τα μηνύματα αυτά θα μείνουν έγκλειστα σε αυτό το αμφιθέατρο και δεν θα βγουν παραέξω, να φοβάται μόνο εάν εμείς δεν γίνουμε φορείς και μεταφορείς των άγιων πράξεών τους, να φοβάται μόνον εμάς και την ιστορική μας ραστώνη, την δημοκρατική μας τεμπελιά, την συνειδησιακή μας αγρανάπαυση, την πατριωτική μας σκουριά.

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι

Δεν τιμά ο Σύλλογός μας σήμερα αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι τιμούν εμάς.
Ο Σύλλογός μας, ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, είναι περήφανος για τους ανθρώπους αυτούς, τους πατριώτες, τους δημοκράτες, τους συμπατριώτες μας, η στάση των οποίων απέναντι στην ιστορία γεμίζει τις καρδιές μας με σεβασμό, απέραντη εκτίμηση και αγάπη.

Το χειροκρότημά μας προς τους ανθρώπους αυτούς, καθώς και ένας αναμνηστικός πάπυρος, είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής που μπορεί να αποτίσει ο Σύλλογος προς αυτούς.

Σας ευχαριστώ θερμά

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ - ΒΙΒΛΙΟ ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΑΜΠΑ "Οι ΛΙΒΑΔΙΩΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ"



ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Φύλαγέ μου, Θεέ μου, τουλάχιστον όσα έχουν πεθάνει.
Κική Δημουλά, Ακαδημαϊκός

Οι άνθρωποι είναι οι μνήμες τους.
Δίχως μνήμη, ο άνθρωπος θα ήταν απλώς μία ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό της πανίδας του κόσμου, θα ήταν ένας απλός τροφοσυλλεκτικός οργανισμός με στόχο την αυτοσυντήρησή του, έως ότου κλείσει τον βιολογικό του κύκλο.
Μνήμη λοιπόν, δηλαδή η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις ή εντυπώσεις και να τις ανακαλεί, όταν και όποτε θέλει, για να αναπλάθει πληροφορίες ή εμπειρίες.
Μνήμη λοιπόν, η μητέρα της σοφίας κατά τον Αισχύλο, η σωτηρία των αισθήσεων κατά τον Πλάτωνα, η βίγλα η αψηλή στα φρένα μας κατά τον Νίκο Καζαντζάκη, η ιδιωτική λογοτεχνία του κάθε ανθρώπου κατά τον Άλντους Χάξλεϋ.
Η μνήμη όμως, όπου και να την αγγίξεις πονεί, λέει ο Γιώργος Σεφέρης. Κι αυτός ο πόνος πηγάζει αβίαστα από το συγγραφικό πόνημα του Βασίλη Μπάμπα ‘ΟΙ ΛΙΒΑΔΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑ - ΕΙΡΗΝΗ - ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ’, που είναι μία ευγενής εσωτερική του ανάγκη να αποτυπώσει σε ένα λευκό χαρτί τις μνήμες και τα ακούσματα μιάς ολόκληρης ζωής, σχετικά με τους εθνικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες των Λιβαδιωτών του Ολύμπου κατά τον 20ο αιώνα και κυρίως από το 1940 και πέρα.
Ο Βασίλης Μπάμπας, με το βιβλίο του αυτό, δεν διεκδικεί την απόκτηση ούτε της δόξας ενός ιστοριοδίφη, ούτε λογοτεχνικές δάφνες. Διεκδικεί όμως -και δικαίως-, να καταθέσει τη δική του άποψη και φωνή για μία ταραγμένη περίοδο της Ελλάδας, η οποία συμπαρέσυρε φυσικά και την περιοχή του Ολύμπου και του Λιβαδίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα, 70 και περισσότερα χρόνια από το 1940, τα γεγονότα της εποχής εκείνης αποτελούν ακόμη ταμπού για πολλούς, τόσο για επιζώντες ακόμη γέροντες και ηλικιωμένους, όσο και για τους απογόνους τους. Δύσκολα θα βρει κανείς ανταπόκριση αν ανοίξει μία συζήτηση για θέματα της εποχής του εμφυλίου πολέμου ή της δικτατορίας. Οι μνήμες είναι φαίνεται ακόμη νωπές και η ηρεμία των συναισθημάτων, σε συνδυασμό με την εσωστρέφεια της τοπικής κοινωνίας, είναι ένα πρόωρο ζητούμενο. Ο πανδαμάτωρ χρόνος φαίνεται να περνάει τώρα στη μετεφηβική του ηλικία.
Τόσο μακρυά μας. Όλα φαίνονται καθαρότερα πλέον;
Ίσως εδώ να έγκειται και η μεγάλη αξία αυτής της προσπάθειας του συγγραφέα. Κατάφερε -όπως λέει-, έκπληκτος και ο ίδιος, να βρει ανταπόκριση από τους συμπατριώτες του και να βρει ανοιχτά στόματα, λες και περίμεναν όλοι το πρώτο βήμα. Κατάφερε να συλλέξει πολύτιμο προφορικό και γραπτό υλικό, να τα οσμώσει με σχετική αρμονία και συνέπεια και να παρουσιάσει με μία ρέουσα αφηγηματική διάθεση τα τραγικά γεγονότα μισού αιώνα παθών της Ελληνικής ιστορίας, με επίκεντρο την πατρίδα του το Λιβάδι. 
Εξ αρχής ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να αποκρύψει την πολιτική του τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα, ούτε και τις κομματικές του πεποιθήσεις. Στέκεται μαχητικά με την πλευρά ‘των ηττημένων’ (εξ άλλου ήταν κι αυτός ο ίδιος θύμα των διωγμών της τελευταίας ανώμαλης περιόδου) και έχει πλήρη συναίσθηση της έντιμης ‘υποκειμενικότητας’ της ματιάς του. Στρέφει το βλέμμα του στα γεγονότα, αναφέρει ευθαρσώς πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ χειρίζεται με εντυπωσιακή διακριτικότητα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, εκεί όπου κρίνει ότι η ιστορία ακόμη δεν επέφερε τη νηφαλιότητα στις μνήμες ενός πρόσφατου κοινωνικά και πολιτικά ταραχώδους παρελθόντος.
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο αυτού του συγγραφικού πονήματος, είναι ότι έρχονται στην επιφάνεια, εγγράφως πλέον, τα πρόσωπα μιάς κοινωνίας, άνθρωποι του μόχθου συνηθισμένοι και καθημερινοί, που η ιστορία τούς μεταμόρφωσε απότομα και μέσα σε λίγες στιγμές, σε ενεργούς πρωταγωνιστές του έπους του ’40 και της Εθνικής Αντίστασης, της τραγωδίας του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού και της θλιβερής επταετίας των συνταγματαρχών. Το έργο αυτό, συγκεντρώνει, αποτυπώνει και καταθέτει ως βιβλιογραφική παρακαταθήκη, τα ονόματα των απλών ανθρώπων που συνέβαλαν στην ανεξίτηλη γραφή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου τους και της Ελλάδας. Είναι γοητευτικό το να ανακαλύπτει κανείς λαϊκά πρόσωπα, τα οποία δεν κάθισαν να δουν ως θεατές την ιστορία να περνάει από μπροστά τους, αλλά την χάραξαν δυναμικά, αφήνοντας το στίγμα τους.
Όσο κι αν νοιώθει ο αναγνώστης μία διάχυτη πίκρα να βγαίνει από την πέννα του συγγραφέα για την κατάληξη των πραγμάτων, έχει την αίσθηση ότι την ιστορία που έγραψαν αυτοί οι άνθρωποι, δεν του τη διηγούνται άλλοι, αλλά οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της.
Το έργο αυτό, όπως αναφέρει με σεμνότητα ο συγγραφέας, είναι ένα μικρό βοήθημα, μια ελάχιστη συμβολή στους νέους κα τις νέες που θέλουν και πρέπει να γνωρίσουν τους κοινωνικούς αγώνες του Λιβαδίου, είναι ένα σημαντικό βοήθημα για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αφού αποτελεί μία αξιέπαινη και συμπυκνωμένη πηγή πληροφοριών και στοιχείων.
Όσον αφορά δε το θέμα της αντικειμενικότητας ή μη της ματιάς του συγγραφέα, είναι γνωστό τοις πάσι ότι η Αλήθεια είναι η έλλειψη της Λήθης, είναι Α-λήθεια. Η Αλήθεια είναι η μικρότερη και ετεροθαλής αδελφή της Μνήμης. Η αλήθεια έχει πολλές μαμές. Ποιός μπορεί λοιπόν να καθορίσει με σαφήνεια τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό; Ο γράφων αυτό το προλογικό σημείωμα, πιστεύει ότι η αντικειμενικότητα ενός συγγραφέα είναι η ευπρέπεια της υποκειμενικότητάς του. Και ο συγγραφέας Βασίλης Μπάμπας είναι άνθρωπος ευπρεπής.

Γιώργος Ι. Συνεφάκης

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΙ H ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ.

Γιώργος Ι. Συνεφάκης
Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος
Α.Π.Θ.: Πολυτεχνική Σχολή - Τμήμα Αρχιτεκτόνων - Τομέας Αρχιτεκτονικού & Αστικού Σχεδιασμού 
Τηλ. 2310 995538, Fax 2310 995568
E-mail: synefakg@arch.auth.gr


Εισήγηση στο Σεμινάριο : ΌΛΥΜΠΟΣ, ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ’
Λιβάδι Ελασσόνας - 7 Μαΐου 2011


Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΙ
H ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ.
ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΟΛΥΜΠΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ


‘Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος’
λέει ο μέγας Ελύτης και μελοποιεί ο μέγας Μίκης.
Αυτοί οι στίχοι του μεγάλου νομπελίστα μας, μου ήρθαν συνειρμικά στο νου, όταν μου προτάθηκε να εισηγηθώ το θέμα της ανάδειξης των ιστορικών οικισμών του Ολύμπου, στο πλαίσιο του σεμιναρίου ΌΛΥΜΠΟΣ, ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ’. Κάτι θα ήξερε ο Ελύτης περισσότερο από μας, όσον αφορά τα θεμέλια μας, τα οποία εμείς οι ίδιοι κλονίζουμε με τη μεταχείριση που τους επιφυλάξαμε και επιφυλάσσουμε.
Ας πάρουμε λίγο επιγραμματικά τις έννοιες :
Η αειφόρος ανάπτυξη ή βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρεται στην οικονομική ανάπτυξη που σχεδιάζεται και υλοποιείται λαμβάνοντας υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα. Γνώμονας της αειφορίας είναι η μέγιστη δυνατή απολαβή αγαθών από το περιβάλλον, χωρίς όμως να διακόπτεται η φυσική παραγωγή αυτών των προϊόντων σε ικανοποιητική ποσότητα και στο μέλλον. Η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει ανάπτυξη των παραγωγικών δομών της οικονομίας παράλληλα με τη δημιουργία υποδομών για μία ευαίσθητη στάση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και στα οικολογικά προβλήματα.
Ωστόσο αιωρείται ακόμη το ερώτημα:
·      Ανάπτυξη είναι μια άψυχη διαδικασία δικονομικής άνθησης αφιερωμένη αποκλειστικά στη δημιουργία πλούτου, η οποία αντιμετωπίζει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του πολιτισμού, ως προϊόντα;
·      Ή είναι μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την δημιουργία μιας κοινωνίας, τα μέλη της οποίας συμμετέχουν αλλά και επωφελούνται από αυτή τη διαδικασία και οι στόχοι της οποίας δεν περιορίζονται στην οικονομία αλλά διαμορφώνονται από τις πολιτισμικές αξίες αυτών των ατόμων;
Όταν μια χώρα θέτει στόχο την οικονομική ανάπτυξη χωρίς αναφορά στο πολιτισμικό της περιβάλλον, προκύπτουν σοβαρές οικονομικές και πολιτιστικές ανισορροπίες και μεγάλη δυσαρμονία μεταξύ του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος. Σε τελευταία ανάλυση οι προτεραιότητες, τα κίνητρα και οι στόχοι της ανάπτυξης πρέπει να βρεθούν στον πολιτισμό.
Οι δύο ορισμοί που υιοθέτησε η Παγκόσμια Σύσκεψη Πολιτιστικής Πολιτικής, η οποία είχε γίνει στην Πόλη του Μεξικού το 1982, αναφέρουν ότι :
·      Ο πολιτισμός αποτελείται από ένα ολόκληρο πλέγμα πνευματικών, υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών χαρακτηριστικών μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας. Δεν περιλαμβάνει μόνο τις τέχνες και τα γράμματα, αλλά και τους τρόπους ζωής, τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, συστήματα αξιών, παραδόσεις και πεποιθήσεις. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη είναι μια πολιτιστική διαδικασία, η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί από έξω, αλλά πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από την ίδια την κοινωνία.
·      Η ανάπτυξη είναι μια σύνθετη, περιεκτική και πολυδιάστατη διαδικασία, η οποία εκτείνεται πέρα από την απλή οικονομική αύξηση και ενσωματώνει όλες τις διαστάσεις της ζωής και όλες τις δραστηριότητες μιας κοινότητας, όλα τα μέλη της οποίας καλούνται να συμβάλουν και αναμένεται ότι θα επωφεληθούν από τα οφέλη της.
Η ανάπτυξη επομένως αποτελεί ένα εργαλείο, όπου ο χειρισμός του εμπεριέχει ισχυρά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά και οι χειριστές του καταγράφουν και αποδεικνύουν ή μη, τις δημοκρατικές και κοινωνικές τους ευαισθησίες, ανάλογα με τον τρόπο επιμερισμού των καρπών της ανάπτυξης στις τοπικές κοινωνίες.
 Επομένως Πολιτισμός και Ανάπτυξη έχουν μία άρρηκτη σχέση συνύπαρξης. Ό πολιτισμός είναι μάλλον ο στόχος και ο σκοπός της ανάπτυξης, όταν αυτή θεωρηθεί ως το επίτευγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρόλο που ο πολιτισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη, δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί απλό μέσο για την επίτευξή της. Αυτός ο διπλός ρόλος του πολιτισμού δεν αφορά μόνον την οικονομική ανάπτυξη αλλά και άλλους αντικειμενικούς στόχους, όπως την προστασία του περιβάλλοντος, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής ή την δημιουργία δημοκρατικών θεσμών σε μια κοινωνία. Με δεδομένο ωστόσο ότι σήμερα, παρά τις ωραίες θεωρίες, τα μανιφέστα και τις διακηρύξεις, η οικονομία έχει παραμερίσει και κυριαρχεί επί κάθε άλλης πολιτικής και κοινωνικής παραμέτρου, οδηγούμαστε ή μάλλον οδηγηθήκαμε αναπόφευκτα και στην εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών αγαθών που παράγει μία κοινωνία. Η παγκοσμιοποίηση, ως τάση για την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς από εθνικούς και διεθνείς περιορισμούς, δίχως σύνορα που προστάτευαν αλλά και περιόριζαν τα εθνικά κράτη, επέφερε μία κατακόρυφη και οριζόντια εξάπλωσή της αγοράς γενικά και μία ραγδαία αύξηση του τζίρου των "πολιτιστικών" αγαθών, όπως ο τουρισμός, η επικοινωνία, η τέχνη, ο αθλητισμός, οι πληροφορίες.
Μετασχηματίστηκε επομένως και η παλιά αξιακή λογική των πολιτιστικών αγαθών που τα έβλεπε ως τιμαλφή της ιστορίας, με τη νέα λογική του : Να προσθέσουμε μια κουταλιά πολιτισμό στην αμιγώς οικονομική ανάπτυξη και ν’ ανακατέψουμε το μείγμα, ώστε να γίνει πιο εύπεπτο και επομένως να ικανοποιεί τις συναισθηματικές καταναλωτικές επιθυμίες των μελλοντικών εν δυνάμει πελατών.
Με προοίμιο αυτές τις σκέψεις και με δεδομένο ότι συντάσσομαι με τον 2ο ερώτημα της έννοιας ‘ανάπτυξη’, τίθεται το ζήτημα της ανάδειξης των ιστορικών και των παραδοσιακών οικισμών και της συμβολής τους στην οικοτουριστική ανάπτυξη.
Θα ήθελα εδώ, να καταθέσω έναν από τους ορισμούς της παράδοσης, για καλύτερη κατανόηση των εννοιών
Παράδοση είναι : ‘Ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά, μεταδίδεται και μεταβιβάζεται (στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) σχεδόν αναλλοίωτα, από τη μία γενιά στη άλλη, σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές και τεχνικές’
Η παράδοση λοιπόν, προϋποθέτει μεταβίβαση από γενεά σε γενεά, στο πέρασμα του χρόνου, και γι’ αυτό καμία κοινωνία δεν χαρακτηρίζει τον εαυτό της ως παραδοσιακή για τα στοιχεία που εκείνη δημιουργεί. Αποτελεί στοιχείο έμπνευσης για την Τέχνη, αναφοράς για την Επιστήμη και de jure άξιο προστασίας για την Πολιτεία.
Τα ανθρωπογενή μορφώματα, όπως οι οικισμοί, δηλαδή η συγκροτημένη και μαζική αφαίρεση του φυσικού χώρου σε κελύφη περίκλειστα, σε δοχεία ζωής κατά τον Άρη Κωνσταντινίδη, συγκροτούν το οικιστικό περιβάλλον, το οποίο αποτελεί το χώρο που εξυπηρετεί την οργανωμένη διαβίωση των ανθρώπων. Το οικιστικό περιβάλλον περιλαμβάνει τις μαρτυρίες της ατομικής και συλλογικής δράσης των ανθρώπων και στο βαθμό που το περιβάλλον αυτό εκφράζεται στο χώρο διαχρονικά επί αιώνες, αποτελεί τμήμα της ιστορίας ενός τόπου, εντάσσεται στην έννοια της παράδοσης, αποτελεί πολιτιστικό και πολιτισμικό στοιχείο μιάς κοινωνίας και χρήζει φυσικά προστασίας.
Το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης που εφαρμόστηκε, μετά τη λήξη του 2ου παγκοσμίου καθώς και του εμφυλίου πολέμου, επέφερε μία κατ’ αρχήν ανατροπή της τότε υπάρχουσας σχετικά ισόρροπης πληθυσμιακής κατανομής στη χώρα μεταξύ αστικών κέντρων και περιφέρειας. Η μετανάστευση, τόσο για πολιτικούς λόγους στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και η μεταγενέστερη, για οικονομικούς λόγους στη Δυτική Ευρώπη, αλλά κυρίως το φαινόμενο της αστυφιλίας που εμφανίστηκε ως ιστορικό αποτέλεσμα της ταραχώδους εικοσαετίας 1940-1960, είχε ως αποτέλεσμα την ερήμωση της υπαίθρου και την έντονη αστικοποίηση των πόλεων, η οποία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, αφού στους οικονομικούς λόγους προσετέθη πλέον και η εγκατάλειψη της υπαίθρου από την κρατική μέριμνα, με την συνεπακόλουθη έλλειψη ή υπολειτουργία κάθε μορφής περιφερειακής κοινωνικής υποδομής.
Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη κάποιες ‘φωτεινές’ εξαιρέσεις, όπου η ανθρωπορροή από τα χωριά της περιφέρειας προς τις πόλεις περιορίστηκε στο ελάχιστο, ή έστω οι ρυθμοί της ήταν και είναι πολύ αργοί. Μία από αυτές, τις ελάχιστες, είναι και το Λιβάδι του Ολύμπου, το οποίο σήμερα διατηρεί πληθυσμό 2.500-3.000 κατοίκων περίπου στα 1.200 μ. υψόμετρο. Το Λιβάδι, παρά το ότι δεν συνδέεται άμεσα με τους βασικούς εθνικούς οδικούς άξονες, είναι μαζί με το Μέτσοβο Ιωαννίνων, το οποίο όμως είναι πάνω στην Εγνατία Οδό, οι μόνοι οικισμοί της επικράτειας, που σε υψόμετρο άνω των 1.000 μ. διατηρούν μόνιμο πληθυσμό άνω των 2.500 κατοίκων.
Μία από τις εκ των ουκ άνευ ενέργειες για την ανακοπή αυτής της αρνητικής πορείας, στο βαθμό που υπάρχει η πολιτική βούληση και πραγματική διάθεση για περιφερειακή ανάπτυξη και πτωτική τάση της καμπύλης αστικοποίησης της χώρας, είναι η εκπόνηση ενός σχεδίου αναβίωσης και αποκατάστασης ενός οικισμού, πόσω μάλλον εάν αυτός είναι ιστορικός ή παραδοσιακός. Η αναβίωση, νοούμενη ως μία διαδικασία αναζωογόνησης των παραγωγικών πόρων ενός οικισμού, αφορά όλες τις δυναμικές του παραμέτρους (πληθυσμιακές, λειτουργικές, χωρικές, οικονομικές, κοινωνικές) και στην ουσία αποτελεί τη συνισταμένη ενός σύνθετου πλέγματος αλληλοεξαρτούμενων συνιστωσών, οι οποίες διαμορφώνουν μία ή περισσότερες εναλλακτικές προτάσεις διεξόδου από μία πορεία ήδη υπάρχοντος ή επιφαινόμενου μαρασμού.
H αναβίωση λοιπόν, το ξαναζωντάνεμα δηλαδή ενός αστικού χώρου, ο οποίος είχε επί χρόνια ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας που φαίνεται να βαίνει προς ολοκλήρωση ενός ιστορικού βιολογικού κύκλου, έχει και πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
·      Να προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τις τοπικές δυνάμεις χρησιμοποιώντας όλες τις κοινωνικές και λειτουργικές παραμέτρους του χώρου με τρόπο τέτοιο που να συνάδει και να εξυπηρετεί τις ανάγκες τους.
·      Παράλληλα να σέβεται την ιστορικότητα ενός αστικού περιβάλλοντος και να εντάσσει τους όποιους μηχανισμούς λειτουργίας της κάτω από μία λογική συνέχειας, διατήρησης αλλά και εξέλιξης της παράδοσης του.
Με τη λογική αυτή, η αναβίωση ενός ιστορικού αστικού χώρου όπως το Λιβάδι, θα πρέπει να περιλαμβάνει:
1.    Στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων και λειτουργιών, τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της παραγωγικής του δομής, σε συνάρτηση με τη νέα ενδοχώρα αναφοράς του 21ου αιώνα, που είναι πια η Ευρωπαϊκή αγορά, αν όχι και η παγκόσμια.
2.    Στο επίπεδο των υπηρεσιών, την βελτίωση των κοινωνικών του υποδομών, την αύξηση του εξοπλισμού του σε σχέση με τις νέες ανάγκες, αλλά κυρίως τη διεύρυνσή τους για την κάλυψη των νέων απαιτήσεων του πληθυσμού, κυρίως του νέου, ο οποίος δεν είναι διατεθειμένος να στερηθεί παροχές που παλιά θεωρούνταν εξεζητημένη πολυτέλεια, αλλά σήμερα θεωρούνται αυτονόητο δικαίωμα του.
3.    Στο επίπεδο της διαμόρφωσης του αστικού χώρου, την άμεση ενεργοποίηση της ανάπλασής του, ώστε αφ’ ενός μεν να διορθώσει τις όποιες αλλοιώσεις υπέστη από την άκριτη, άναρχη, συγκυριακή και πολλές φορές αυθόρμητη και χωρίς κανόνες διαμόρφωσή του, αφ’ ετέρου δε να προτείνει και να εφαρμόσει ένα σχέδιο νέας οικιστικής, λειτουργικής, μορφολογικής και τυπολογικής μορφής. Η θέσπιση και η τήρηση κυρίως νέων και αυστηρών κανόνων, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της εν γένει περιβαλλοντικής αναβάθμισης του οικισμού, ώστε να μπορέσει να δεχθεί και να απορροφήσει αξιοπρεπώς τις εμφαινόμενες τάσεις τουριστικής ανάπτυξης.
4.    Στο επίπεδο του τρόπου ζωής, τη δυνατότητα μιας ήρεμης και σίγουρης διαβίωσης, μέσα σε ένα περιβάλλον που θα επιτρέπει την ισότιμη και δημιουργική οικονομική, μορφωτική, πολιτιστική και κοινωνική έκφραση των νέων ανθρώπων, με σαφείς προοπτικές για εξέλιξη, με ελεύθερη πρόσβαση όλων σε όλα, χωρίς αποκλεισμούς για κανένα.
Στα πλαίσια αυτά, μπορεί να θεωρήσει λοιπόν κανείς ότι το ζήτημα της ανάπτυξης ενός οικισμού, ιδιαίτερα δε όταν αυτός έχει μια σημαντική ιστορική παρουσία στο χώρο, όπως το Λιβάδι, καθίσταται ένα ζήτημα σύνθετο και πολύμορφο. Πέρα όμως από τις όποιες τεχνοκρατικές απόψεις για επιμέρους εξειδικευμένα θέματα, θα πρέπει να διαφανεί καθαρά και να υπογραμμισθεί έντονα ένας κίνδυνος που ελλοχεύει σε αυτές τις περιπτώσεις, της μετάβασης δηλαδή από ένα παλιό καθεστώς ζωής και λειτουργίας που έκλεισαν το βιολογικό τους κύκλο, σε ένα άλλο καθεστώς που ανατέλλει μόλις τώρα με νέες προοπτικές και προδιαγραφές.
Πιστεύω ότι η αναπτυξιακή πολιτική, την οποία η Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση πρέπει να εφαρμόσουν στο Λιβάδι, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στους σύγχρονους καιρούς, θα πρέπει να ακολουθήσει μία πορεία βασισμένη σε κανόνες και προδιαγραφές που διέπουν μια συστηματική και μεθοδολογικά άρτια επιστημονική διαδικασία.
Αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς απέναντι στην πρόκληση μιας ισόρροπης ανάπτυξης, θεωρείται ότι είναι και το μόνο που μπορεί να ανταποκριθεί στις προθέσεις περί ανάπτυξης του Λιβαδίου του νέου καλλικρατικού Δήμου Ελασσόνας, χωρίς να σημειωθούν φαινόμενα αντιφατικών ή συγκυριακών παρεμβάσεων, οι οποίες, στο βαθμό που δεν θα είναι εντεταγμένες σε ένα κεντρικό σχέδιο ανάπτυξης, κινδυνεύουν να καταλήξουν στην καλύτερη περίπτωση σε αποσπασματικές και στη χειρότερη σε αλληλοαναιρούμενες ή και αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους ενέργειες.
Επισημαίνω επιγραμματικά, ότι τα επίπεδα ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου για το σύνολο της κάθε περιοχής που εντάσσεται και ανήκει διοικητικά στο νεοσύστατο Δήμο, όπως και σε κάθε άλλο, είναι βασικά τρία :
1.    Το χωροταξικό επίπεδο προγραμματισμού και σχεδιασμού, όπου εξετάζονται οι γενικές προγραμματικές παράμετροι ανάπτυξης του γεωγραφικού και φυσικού χώρου, καθώς και το παραγωγικό δυναμικό (πόροι, άνθρωποι, δραστηριότητες), η προοπτική του σε σχέση με τα πληθυσμιακά και κοινωνικά του χαρακτηριστικά, η ένταξη και η νέα ταυτότητα (θέση και ρόλος) στον ευρύτερο διοικητικό περιφερειακό και εθνικό χώρο και οι επιρροές και εξαρτήσεις του από αυτόν.
2.    Το πολεοδομικό – αστικό επίπεδο προγραμματισμού και σχεδιασμού, όπου εξετάζονται οι παράμετροι που συμβάλλουν στην αναγνώριση του αστικού ιστού και του κτιριακού δυναμικού της περιοχής, στην αποκατάσταση τους από τις αλλοιώσεις που υπέστησαν διαχρονικά, στην κάλυψη των λειτουργικών τους ελλειμμάτων και στην αναβάθμιση και ανάπτυξη τους στα πλαίσια της ανάκτησης μιας οικιστικής και αστικής ταυτότητας και δυναμικής που κινδυνεύει να χαθεί.
3.    Το αρχιτεκτονικό επίπεδο σχεδιασμού, όπου τα πορίσματα που θα προκύψουν από τις διερευνητικές και διαγνωστικές μεθόδους των παραπάνω επιπέδων, θα μετουσιωθούν σε συγκεκριμένες σχεδιαστικές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, ως επιστέγασμα της όλης αναπτυξιακής διαδικασίας.
Στο πνεύμα αυτό, είναι προφανές ότι κάθε επίπεδο σχεδιασμού περιλαμβάνει ή αποτελείται από μια σειρά επιμέρους προγραμμάτων (υποπρογράμματα), τα οποία λειτουργούν ως βασικές συνιστώσες της κάθε προγραμματικής και σχεδιαστικής ενότητας, θεωρουμένης ως συνισταμένης του αντίστοιχου άξονα (χωροταξικού – πολεοδομικού – αστικού & αρχιτεκτονικού).
Πιστεύω λοιπόν ότι η έναρξη της προσπάθειας που πρέπει να καταβληθεί για την ανάπτυξη και αναβάθμιση του Λιβαδίου, καθώς και για την επανάκτηση της ιστορικής του ταυτότητας, προϋποθέτει τη δημιουργία μιας παραγωγικής “βιβλιοθήκης” μελετών, ώστε το Λιβάδι να βρίσκεται πάντοτε σε ετοιμότητα όσον αφορά την άμεση ανταπόκριση του σε Κοινοτικά προγράμματα, που κατά καιρούς προκηρύσσονται. Θεωρώ ότι ο εξοπλισμός του με σύγχρονα εργαλεία μελετών και σχεδιασμού, είναι ο μόνος δόκιμος τρόπος να λειτουργήσει μια Τοπική Αυτοδιοίκηση παράλληλα με τις απαιτήσεις των καιρών και να μην αιφνιδιάζεται από τα γεγονότα.
H πολεοδομική οργάνωση των οικισμών της Ελλάδας είναι ένα σύνθετο ζήτημα που πέρα από όλα τα άλλα, έχει ταλανίσει πολύ όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (Δημόσιος Τομέας, Τοπική Αυτοδιοίκηση, τεχνικοί στα θέματα του πολεοδομικού σχεδιασμού κλπ.).
Οι αιτίες κατά τη γνώμη μου πολλές, αλλά μπορούν να συνοψισθούν βασικά σε δύο :
·      H χρονική αντιστοιχία μεταξύ των αναπτυξιακών αναγκών των τοπικών κοινωνιών και της κρατικής παρέμβασης για την επίλυση τους, που είχε ως αποτέλεσμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός που είναι στη χώρα μας θεσμικά αμιγώς κρατική υπόθεση, να ακολουθεί συνήθως ασθμαίνοντας τα γεγονότα της οικιστικής εξέλιξης ή ανάπτυξης και να προσπαθεί να νομιμοποιήσει ή να θεραπεύσει τις χωρικές παρεμβάσεις που ‘αυθόρμητα’, δηλαδή αυθαίρετα δημιουργήθηκαν από τις αυτόνομες πρωτοβουλίες των πολιτών
·      H χρονική αντιστοιχία επίσης, μεταξύ της εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων, όποτε αυτά λειτούργησαν με προγραμματική λογική και προηγήθηκαν των κοινωνικών πιέσεων και αυτής καθ’ εαυτής της συστηματικής ανάπτυξης. Ουσιαστικά, οι σαφώς διακριτοί ρόλοι μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα όσον αφορά τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις τους στα ζητήματα των πολεοδομικών σχεδίων, δεν εντάχθηκαν ποτέ σε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής λειτουργώντας ως αναπόσπαστες συνιστώσες του ιδίου ζητήματος, αλλά αυτονομήθηκαν πλήρως και αυτό κυρίως με κρατική ευθύνη.
Το αποτέλεσμα ήταν, ο μεν ιδιωτικός τομέας να προχωρεί με γοργούς ρυθμούς στην αξιοποίηση του τομέα ευθύνης του (ιδιωτικές κατασκευές), όπου και όταν φυσικά εμφανίζονταν λειτουργικές ανάγκες στέγασης ή γενικότερου οικονομικού ενδιαφέροντος, ο δε δημόσιος τομέας -με την ευρύτερη έννοια του όρου- να μην ανταποκρίνεται παράλληλα και συντονισμένα στις υποχρεώσεις του για τη δημιουργία του κοινωνικού εξοπλισμού και όλων εκείνων των απαραίτητων υποδομών που απαιτούνται σε μία συστηματική και ισόρροπη, από κοινωνική, τεχνική, λειτουργική και οικολογική άποψη ανάπτυξη.
Οι βασικοί λοιπόν στόχοι του πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλαδή ο μετασχηματισμός της δομής του χώρου προς όφελος της κοινωνίας στην οποία αναφέρεται, κινδυνεύουν να ανατραπούν πλήρως εάν οι πρωτοβουλίες και οι παρεμβάσεις δεν εντάσσονται σε ένα πρόγραμμα εφαρμογής, ρεαλιστικό και αξιόπιστο. Μάλιστα, η προβληματική εφαρμοσιμότητα ενός σχεδίου, δημιουργεί συνήθως παρενέργειες τέτοιας μορφής, που στην ουσία το σχέδιο από βασικό εργαλείο ανάπτυξης, μεταμφιέζεται υποχρεωτικά σε θεραπευτή των νέων πληγών που έχει υποστεί ο χώρος.
Στην περίπτωση μας, ενός ιστορικού και ιδιότυπου οικισμού, με απρόσμενα χαρακτηριστικά, όπως είναι το Λιβάδι, όπου σε πείσμα όλων των καιρών, όλων των τραυματικών εμπειριών της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, όλων των κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων πάντοτε εις βάρος της περιφέρειας και της κεντρομόλου πολιτικής των Αθηνών, σε πείσμα επίσης όλων των αλλογενών προτύπων του σύγχρονου τρόπου ζωής και σκέψης και του συρμού της εποχής, διατήρησε και εξακολουθεί συγκριτικά να διατηρεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού του, να διαβιώνει -και όχι να επιβιώνει- σχετικά αξιοπρεπώς, να σπουδάζει τα παιδιά του και να παράγει ζωή και σκέψη, ο σχεδιασμός είχε, έχει και ελπίζω ότι δεν θα έχει, εκλείψει παντελώς.
Το αποτέλεσμα της έλλειψής του είναι εμφανές, γιατί όπως πάντα, πέρα από την εναγώνια πρωτοβουλία για τη βελτίωση της ύπαρξης του, ένας οικισμός χρειάζεται τη βοήθεια του κεντρικού κράτους, το οποίο αντί να καταγράψει αυτή την υγιή οικιστική παρουσία στο χώρο του, να την προφυλάξει και να της σταθεί αρωγός και προστάτης, το εγκατέλειψε στη μοίρα του, όπως εξ άλλου και όλη την περιφέρεια της χώρας. Αναπόφευκτα λοιπόν, το αποτέλεσμα ήταν η αργή μεν αλλά σταδιακή υποβάθμιση του. Είναι η απόδειξη όλης της πολεοδομικής αντιφατικότητας της σύγχρονης Ελλάδας, που καταδεικνύει το πώς μια προικισμένη από άποψη φυσικού και αστικού κάλλους περιοχή, μπορεί να μεταλλαχθεί σταδιακά σε ένα κακέκτυπο αστικού χώρου, χωρίς υποδομή, μεταμορφούμενη κατά βάση σε ένα άθροισμα κτισμάτων, χάνοντας το χαρακτήρα του συνεκτικού οικιστικού συνόλου.
Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού και δεν χρειάζονται ιδιαίτερα σχόλια γι’ αυτό. Η αντικατάσταση του παλιού κτιριακού δυναμικού με άκριτο τρόπο, η έλλειψη δεσμεύσεων και προδιαγραφών στον τρόπο δόμησης, η περιβαλλοντική «ασέβεια» με την οποία αντιμετωπίστηκαν κατασκευαστικά τα δομικά στοιχεία του οικισμού (αστικός ιστός, οδικά δίκτυα, κοινόχρηστοι χώροι κλπ.), δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην ομαλή εξέλιξη της οικιστικής και περιβαλλοντικής ιστορικής συνέχειάς του.
Ο κίνδυνος του να περιέλθει ο ιστορικός οικισμός του Λιβαδιού σε μια ανωνυμία και να καταπέσει περιβαλλοντικά σε έναν οικισμό του συρμού χωρίς ταυτότητα, είναι πλέον ορατός. Χρειάζεται λοιπόν μια προσπάθεια για την ανάκτηση μιας χαμένης οικιστικής προσωπικότητας, που εδώ και πολλές δεκαετίες χαρακτήριζε τον οικισμό του Λιβαδιού και που τα τελευταία χρόνια, μέσα στο γενικότερο πνεύμα του λεγόμενου σύγχρονου τρόπου ζωής, αυτή η προσωπικότητα υπέστη σημαντικές βλάβες, ίσως όχι ακόμη ανεπανόρθωτες.
Χρειάζεται μια προσπάθεια για τη μορφολογική και τυπολογική αποκατάσταση του αστικού ιστού, που είναι το πιο σημαντικό στοιχείο επαναφοράς της χαμένης μνήμης και είναι ικανή να συμπαρασύρει τις τοπικές κοινωνικές δυνάμεις και νοοτροπίες προς μία άλλη κατεύθυνση, όπου θα κυριαρχεί η τρυφερότητα και ο σεβασμός προς το δομημένο περιβάλλον, παλιό και νέο.
Μια ουσιαστική παρέμβαση για την ανάδειξη των θεμελιωδών πολιτιστικών στοιχείων του Λιβαδιού –ιστορικές εκκλησίες, αρχοντικά, τοπία φυσικού και αστικού κάλλους κ.λ.π.– πέρα από την αυτονόητη υποχρέωση μιας ευνοούμενης και ευαίσθητης πολιτείας, αποτελεί κατά βάση έναν μονόδρομο, τον μόνο επιστημονικά αποδεκτό, ώστε να ευοδωθεί μια τέτοια ευγενής προσπάθεια, όπως η αναβίωση και αποκατάσταση της οικιστικής φυσιογνωμίας ενός ιστορικού οικισμού.
Το Λιβάδι λοιπόν, πέρα και έξω από σοβινιστικές λογικές και νευρώσεις, αποτελεί έναν ευλογημένο περιβαλλοντικά τόπο, με πολλές δυνατότητες ανάπτυξης σε όλα τα επίπεδα. Αρκεί να προσδιοριστούν και οριοθετηθούν όλες οι παράμετροι που μπορούν και πρέπει ως συντελεστές παρέμβασης να ενεργοποιηθούν, για να επιτευχθεί ο στόχος της αναβίωσης.
Παράμετροι ήδη γνωστές και σημαντικές, όπως η επωνυμία και η εμβέλεια των ηρώων προγόνων, το κάλλος του φυσικού ανάγλυφου και τοπίου, η γεωγραφική προσέγγιση με το όρος του Ολύμπου και η σχετικά σταθερή χρονικά πληθυσμιακή παρουσία στο χώρο, εάν δεν συσχετισθούν με άλλες παραμέτρους, εξ ίσου σημαντικές ή και σημαντικότερες, όπως η διατήρηση της τυπολογικής και μορφολογικής φυσιογνωμίας του οικισμού, ο σεβασμός στην ανάπτυξη και διαχείριση του δομημένου και αδόμητου χώρου, ο εξοπλισμός του οικισμού με κατάλληλες υποδομές, η αξιοποίηση των ‘δυναμικών’ κενών του αστικού ιστού με την οργάνωση και ιεράρχηση των αναγκών του κλπ., κινδυνεύουν να διαιωνίζουν μια συγκαταβατικά παθητική θεώρηση των πραγμάτων, μια νοοτροπία νοσταλγικής ιστοριολαγνείας και γραφικότητας, που καμία σχέση δεν έχει με αναπτυξιακά δεδομένα.
Ο κίνδυνος που υπάρχει επίσης, είναι αυτός μιας παραγωγικής μονολειτουργικότητας η οποία σήμερα διέπει το Λιβάδι ως προς τον πρωτογενή τομέα της γεωργίας και κυρίως της κτηνοτροφίας. Η μονομερής σχεδόν αυτή παραγωγική απασχόληση του πληθυσμού, καθιστά την τοπική κοινωνία και τις παραγωγικές της δυνάμεις ευάλωτες και εξαρτημένες, τόσο από συγκυρίες της εποχής (βλέπε προβλήματα υγείας που εμφανίστηκαν κατά καιρούς στο ευρωπαϊκό ζωικό κεφάλαιο – τρελλές αγελάδες – νόσος των χοίρων και των πτηνών κλπ.), όσο κυρίως από μια νέα κεντρική οικονομική διαχείριση, που κάποτε είχε έναν εθνικό χαρακτήρα, αλλά σήμερα πια υπόκειται σε επιλογές και αποφάσεις ευρωπαϊκών ή ακόμη και παγκόσμιων κέντρων. Το 2013 οι επιδοτήσεις τελειώνουν.
H ένταξη του Λιβαδίου και της κοινωνίας του σε ένα ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, του δευτερογενούς (οικοτεχνικές, μικρές βιοτεχνικές μονάδες κλπ.), αλλά κυρίως του τριτογενούς τομέα (τουρισμός και συναφείς υπηρεσίες και εξυπηρετήσεις), θα μπορούσε να είναι το αντίδοτο σε μια τέτοια ενδεχόμενη κρίση του πρωτογενούς τομέα. Για να συμβεί αυτό, κυρίως στο επίπεδο της προληπτικής πολιτικής, θα πρέπει κατ’ αρχήν να συνειδητοποιήσει η τοπική κοινωνία αλλά κυρίως οι εκπρόσωποί της και οι λοιποί αρμόδιοι παράγοντες, την πολυπαραμετρική σημασία και βαρύτητα που διέπει τον ιστορικό τόπο του Λιβαδίου, στον οποίο ζει. Η διαδικασία αυτή, έχει σαφείς προδιαγραφές, τις οποίες θα πρέπει να καταγράψει, επεξεργαστεί και προσαρμόσει στα τοπικά δεδομένα.
Η ανάπτυξη του τουρισμού και των συναφών υπηρεσιών, είναι βασική παράμετρος της αναβίωσης ενός οικισμού και παραπέμπει στην έννοια της αστικότητας του χώρου. Με τον όρο αστικότητα, που δεν έχει σχέση με την αστικοποίηση, νοείται εκείνη η ‘αστική ατμόσφαιρα’ που δημιουργήθηκε σε ένα τόπο ανά τους αιώνες, ώστε να τον χαρακτηρίσει ως ιστορικό, με την κλασσική και περιρρέουσα έννοια του όρου. Τις ισόρροπες σχέσεις δηλαδή μεταξύ φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, όπου διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός, ως αποτέλεσμα αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των δύο δυναμικών αυτών στοιχείων, της φύσης και του ανθρώπινου παράγοντα και που έχει ως αποτέλεσμα την υπέροχη εκείνη αίσθηση της ‘αστικής θαλπωρής’ που νοιώθει κάποιος όταν ζει ή επισκέπτεται τον τόπο αυτό.
Ο Καβάφης στο ποίημά του ‘Από τα Αποκηρυγμένα’, λέει μεταξύ άλλων:
Οι ευτυχείς την φύσιν βεβηλούσι. Της λύπης είναι τέμενος η γη.
Αγνώστου πόνου δάκρυ στάζει η αυγή
αι ορφαναί εσπέραι αι χλωμαί πενθούσι και ψάλλει θλιβερά η εκλεκτή ψυχή.
Aι πύλαι, πλην, της φύσεως είναι κλεισταί
εις όσους αδιάφοροι, σκληροί γελώσι, γελώσι ξένοι εν πατρίδι δυστυχεί.
Στην Ελλάδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η αστική θαλπωρή, έχει καταστραφεί και πολλές φορές ανεπανόρθωτα από τη λεγόμενη ανάπτυξη, η οποία ταυτίσθηκε ως προς το δομημένο περιβάλλον με τη βίαιη αντικατάσταση της παλιάς δόμησης με μια νέα, άκριτη, ανιστόρητη και αναιδή. Η χρήση των νέων υλικών, αντί να γίνει με τρόπο προσαρμοσμένο στην ιστορία και την κουλτούρα ενός τόπου, εφαρμόστηκε ισοπεδωτικά, κατέστρεψε παραδοσιακούς πυρήνες και κτίσματα, αλλοίωσε και έκανε άμορφο το περιβάλλον, εμφανίστηκε όμως ως εκσυγχρονισμός, ως νέος και σύγχρονος τρόπος ζωής, ως πανάκεια για την επίλυση των στεγαστικών και λοιπών προβλημάτων της κοινωνίας. Η ευθύνη μπορεί μεν να αποδοθεί εν μέρει στην αυθόρμητη και παρορμητική παρέμβαση των κατοίκων για την επίλυση των στεγαστικών τους προβλημάτων ή την ανανέωση του κτιριακού δυναμικού του χωριού, αλλά κυρίως βαρύνει την πολιτεία, η οποία, οιονεί απούσα, δεν προδιέγραψε κώδικες προστασίας του περιβάλλοντος, δομημένου και μη.
Τα αποτελέσματα αυτής της περιβαλλοντικής διακόρευσης, που είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού και στο Λιβάδι (κυρίως στον κεντρικό του άξονα ο οποίος έχει και το μεγαλύτερο οικονομικό ενδιαφέρον), είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή της αστικότητας του χώρου του, την κατάργηση της αστικής θαλπωρής και τον αποχρωματισμό εν τέλει ενός τόπου, που επί αιώνες ο χρωστήρας των προγόνων ζωγράφιζε με περισσή μαστοριά.
Την αναγκαιότητα της αποκατάστασης αυτής της σχέσης που προϋπήρχε από καταβολής οικισμού, την θεωρώ ως τη μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη του τουρισμού στο Λιβάδι. Στο πνεύμα αυτό, πρέπει να τονιστεί το πόσο αναγκαία είναι η εφαρμογή περιβαλλοντικών κανόνων –με την ευρεία έννοια του όρου περιβάλλον-, σε όλα τα επίπεδα του δομημένου και του αδόμητου χώρου, ώστε, αφ’ ενός μεν το Λιβάδι ως οικισμός να αποκαταστήσει και να ανακτήσει τη χαμένη του ιστορική ταυτότητα για λόγους σεβασμού και συνέχειας προς την ιστορία του, αφ’ ετέρου δε η αναβίωση του αυτή να συμβάλλει καταλυτικά στην απόκτηση μιας παραγωγικής πολυλειτουργικότητας, κυρίως όσον αφορά τον τριτογενή τομέα του τουρισμού και των υπηρεσιών.
Θεωρώ ότι η λογική αυτή, αποτελεί κατά βάση μονόδρομο για την ένταξη του Λιβαδίου στο κύκλωμα των τόπων έλξης τουριστικών πληθυσμών, για την απεξάρτησή του από μονολειτουργικές παραγωγικές δομές, για την ανάπτυξη νέων συναφών με τον τουρισμό δραστηριοτήτων, για τη δυνατότητα συγκράτησης της νεολαίας του με την απασχόλησή της σε δραστηριότητες που μπορούν να την ικανοποιήσουν κοινωνικά και οικονομικά και με τις εν γένει προοπτικές ανάπτυξης του ‘χωριού’, όπως τρυφερά το αποκαλούν όλοι.
Είναι νομοτελειακά αναπόφευκτο λοιπόν για την όποια προσπάθεια αναβάθμισης της περιοχής, μια ισχυρή παρέμβαση για τη θεραπεία αυτών των παθογενών στοιχείων. Η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή αυτών των δεδομένων, είναι η ενεργοποίηση του μηχανισμού της ανάπλασης και η επιτέλους θεσμοθέτηση της επέκτασης του σχεδίου, μία ιστορία που καρκινοβατεί εδώ και 35 περίπου χρόνια.
Ο χώρος, και ιδιαίτερα ο λειτουργικά οργανωμένος αστικός χώρος, αποτελεί κοινωνικό προϊόν και παράγεται από μια συγκεκριμένη κοινωνία η οποία μεταβάλλεται διαχρονικά. Όπως, λοιπόν, και τα υπόλοιπα κοινωνικά προϊόντα, κι αυτός αντανακλά τα κοινωνικοοικονομικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που τον παρήγαγε. Η μεταβολή της κοινωνίας, όμως, είναι ταχύτερη και η αντανάκλαση στον δομημένο χώρο εμφανίζει μια σχετική χρονική αδράνεια. Ορισμένα τμήματα του αστικού χώρου, καθίστανται ακατάλληλα ή χρειάζονται ποιοτική αναβάθμιση, για να παρακολουθούν την εξέλιξη της κοινωνίας. Έτσι, προκύπτει το ζήτημα της αστικής επέμβασης (ΣΧΕΔΙΟ), ούτως ώστε ο χώρος να μετασχηματιστεί, αποκτώντας «σύγχρονες» και λειτουργικά δομημένες μορφές. Η πολιτιστική, κοινωνική, οικονομική, θεσμική και ιδεολογική φυσιογνωμία της κοινωνίας, προβάλλεται και αντανακλάται σε κάθε τύπο επέμβασης, με όλα τα ενδεχομένως θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά της.
Με τον όρο ανάπλαση, νοείται το σύνολο των κατευθύνσεων, μέτρων, παρεμβάσεων και διαδικασιών πολεοδομικού, κοινωνικού, οικονομικού, οικιστικού και ειδικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, που προκύπτουν από σχετική μελέτη και που αποσκοπούν κυρίως στη βελτίωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, τη βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος, την προστασία και ανάδειξη των πολιτιστικών, ιστορικών, μορφολογικών και αισθητικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της περιοχής.
Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του αστικού ιστού του Λιβαδίου είναι τα εξής:
H δομή του οικισμού είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στο φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και κατά συνέπεια ο ιστός του είναι και θα είναι παραδοσιακός, ανεξάρτητα από τις άλλες παραμέτρους που καθορίζουν την παραδοσιακότητα ενός οικισμού, όπως η ηλικιακή και ποιοτική κατάσταση των κτισμάτων, η διατήρηση των πυρήνων κλπ. Κατά βάση, υπάρχουν οι δύο πύλες του Λιβαδίου, από Κατερίνη και Ελασσόνα, ο Πολέζος και το Kιόσκι αντιστοίχως, οι οποίες ενώνονται μεταξύ τους με μια κεντρική αρτηρία, τον Άξονα του χωριού, την καρδιακή του αορτή θα έλεγα, όπου στο κέντρο βρίσκεται η καρδιά του, η πλατεία.
Tο Kιόσκι, μια που ακολουθώ ιατρική ορολογία, αποτελεί τον πνεύμονα και ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη ενιαία ποσότητα αστικής δημοτικής γης του οικισμού, με μέγεθος ίσο περίπου με το 1/5 του. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που έγινε ο αποδέκτης όλων ή των περισσοτέρων κοινοχρήστων και κοινωφελών εγκαταστάσεων του. Και επειδή όπως προανέφερα, η προγραμματική απουσία του κράτους ήταν ανέκαθεν παροιμιώδης, υποκαταστάθηκε από τις αποσπασματικές πρωτοβουλίες των εκάστοτε διοικήσεων της τότε Kοινότητας, των κατοίκων και των απανταχού πατριωτών, οι οποίοι κατά περίπτωση λειτούργησαν ως πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες, γεωπόνοι, ναοδόμοι, ξενοδόχοι ή αναπτυξιολόγοι. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η κοινωνική υποδομή του Λιβαδίου, όπως εκφράζεται στο Kιόσκι, είναι προϊόν δωρεών των ευεργετών του χωριού, ο καθένας από τους οποίους, κατά τα υποκειμενικά του ιδεολογικά πρότυπα, μετουσίωνε χωρικά τη δωρεά του σε δημόσιο κτίριο ή σε διαμορφώσεις τοπίου. Έχουμε λοιπόν : το Α’ Δημοτικό Σχολείο, κόσμημα λαμπρό του Λιβαδίου (που πρέπει να αποκαλύψει επιτέλους τη θαυμάσια λιθοδομή του), το Zάννειο Πνευματικό Κέντρο, οραματικό έργο των Ζανναίων, ξενιτεμένων Λιβαδιωτών, έργο ζωής και επένδυση γιά ένα καλύτερο μέλλον γιά τη νεολαία, τη νέα μη ενοριακή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία δομήθηκε στο χώρο του ναϊδρίου του παλαιού νεκροταφείου, χωρίς καμία χρηστική αξία και που με τον αδικαιολόγητα μεγάλο όγκο της αντιπαρατίθεται στη διπλανή ιστορική ενοριακή εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, την παιδική χαρά, το γήπεδο μπάσκετ, το άγαλμα του Γεωργάκη Ολυμπίου, το ξενοδοχείο, δείγμα αθόρυβης, σεμνής αλλά έντιμης αρχιτεκτονικής, το κουφάρι του παλιού εστιατορίου, δείγμα απίστευτης αρχιτεκτονικής και μορφολογικής ευτέλειας και μάλιστα σε εξαίρετο σημείο απέναντι από τον Μύτικα και το τέως γήπεδο, μία κοντόφθαλμη προ 50 περίπου χρόνων επιλογή, με τις άθλιες κατεστραμμένες ψευδοκερκίδες του, το ωραιότερο σημείο του Λιβαδίου, το επονομαζόμενο και ‘φαλάκρα’ (νονός είναι ο γράφων), μιά περιβαλλοντική και διαχρονική ασέλγεια επί ενηλίκων και ανηλίκων, παλαιών και νέων, όπου περιστασιακά μεν είναι χώρος στάθμευσης φορτηγών ή χώρος συναυλιών και εκδηλώσεων, σταθερά δε είναι λασπότοπος όταν βρέχει. Το συνονθύλευμα αυτό των χρήσεων, των φυτεμένων μέσα στο όμορφο καταπράσινο Γκοτζαμάνειο τοπίο, άλλων πρωτοποριακών γιά την εποχή τους όπως ο χώρος του Zαννείου Πνευματικού Κέντρου, άλλων επιβεβλημένων όπως ο ανδριάντας του Ήρωα, άλλων ως προϊόντων χρηστικής συλλογικής ανάγκης, άλλων ως προσωπικών ευγενών επιδιώξεων και άλλων ως στοιχείων αυτοπροβολής, απετέλεσε και αποτελεί το καθημερινό βίωμα αρκετών γενεών.
Φυσικά το επίσημο κράτος, πονηρά σκεπτόμενο, χρησιμοποίησε τον χώρο του πολιτισμού ως χώρο παιδείας επί 50 συναπτά έτη (οι νέες εγκαταστάσεις του Γυμνασίου άρχισαν μόλις προ 2ετίας να λειτουργούν), μη θέλοντας να επενδύσει σε εξειδικευμένες εγκαταστάσεις και σε γυμνασιακή υποδομή, αφαιρώντας τόσο λειτουργικά όσο και ποσοτικά, τμήματα των χώρων πολιτισμού και αποδίδοντας τα ανέξοδα στην παιδεία, που είχε την υποχρέωση να παράσχει. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά η προσαρμογή των αναγκών στους χώρους και όχι οι χώροι στις ανάγκες, με τα γνωστά αποτελέσματα – σχολικές αίθουσες ακατάλληλες και χώροι πολιτισμού συμπιεσμένοι. Σήμερα πάντως, μετά από τόσα χρόνια και παρ’ όλο που υπάρχει πλέον η προσθήκη νέων αιθουσών διδασκαλίας στο χώρο μεταξύ του Zαννείου και του Α΄ Δημοτικού Σχολείου (ας ελπίσουμε πως θα υπάρξουν παιδιά να τη χαρούν), μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι το κτίριο του Zαννείου έχασε την αρχική του αυτόνομη πολιτιστική ταυτότητα και ενσωματώθηκε πλήρως στο πνεύμα του σχολικού συγκροτήματος.
Ως προς τον δημόσιο χώρο, κατά τη γνώμη μου το Λιβάδι χρήζει ενός νέου και σύγχρονου πολυλειτουργικού κέντρου, στο οποίο θα μπορούν να εκφραστούν οι νέες λειτουργίες που απαιτούνται, όπως ένα συνεδριακό κέντρο, ένα μουσείο πολιτιστικών και εκκλησιαστικών τιμαλφών και εικόνων, μια βιβλιοθήκη προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ηλεκτρονικής μας εποχής και αίθουσες ποικίλων και εξειδικευμένων πολιτιστικών δραστηριοτήτων και ερασιτεχνικής δημιουργίας. Αυτές οι εγκαταστάσεις είναι απαραίτητες για τη νέα υπόσταση του Λιβαδίου και την πολιτιστική του αυτάρκεια, αλλά κυρίως για την δυνατότητα που πρέπει να προσφέρουν στην ανύψωση της μορφωτικής στάθμης και της συγκράτησης του πληθυσμού της περιοχής. Kαι αυτές οι εγκαταστάσεις δεν μπορούν να χωροθετηθούν, χωρίς:
1.    Να αξιοποιηθεί και να μορφοποιηθεί τμήμα του σεληνιακού τοπίου της ξυρισμένης και φαλακρής απόληξης του Κιοσκιού, μιάς ασχήμιας και ασχημίας, μιάς δυσμορφίας και μιάς άσεμνης πράξης και απρέπειας, η οποία πλέον χρησιμοποιείται κυρίως ως χώρος στάθμευσης φορτηγών
2.    Να θεσμοθετηθεί η επέκταση του οικισμού, που θα προσθέσει νέο δημόσιο χώρο και τις δυνατότητες αποκεντρωμένων κοινωνικών και πολιτιστικών δομών, ενώ ο χώρος κατοικίας θα αποσυμπιέσει τους υπερκορεσμένους πυρήνες κατοικίας και θα ανακουφίσει τον ιστό
3.    Να αποκατασταθεί όλο το οδικό δίκτυο, εκείνο το θαυμάσιο πλακόστρωτο του παρελθόντος που κάποιοι ανάλγητοι κατέστρεψαν απερίσκεπτα
4.    Να αποκατασταθούν και να αναδειχθούν τα μνημεία
Στο σημείο αυτό, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην ατυχέστατη εν πολλοίς σχεδίαση του βορείου τμήματος του Κιοσκιού, με την προσπάθεια να γεμίσουν τα κενά με ανερμάτιστες γεωμετρικές χαράξεις, ένα συνονθύλευμα σχημάτων που περιλαμβάνει γωνίες ορθές, οξείες και αμβλείες, καμπύλες και τεταρτημόρια κύκλων, σε μία εναγώνια προσπάθεια διαφοροποίησης από μία λιτή και κλασσική διάταξη. Δεν μπορώ επίσης να μη σχολιάζω την ‘αγκαλίτσα’ που δημιουργήθηκε γιά να δεχθεί το μαρμάρινο έκτρωμα με τις Νηρηίδες, τον Έρωτα και το Μπαρμπούνι καπέλλο, δείγμα απίστευτης κακογουστιάς και ευτέλειας, ‘γλυπτό’ κατ΄ ευφημισμόν. Προσωπικά πιστεύω ότι αποτελεί μία σημειολογική προσβολή γιά το Λιβάδι, κατάλληλο γιά κήπο νεόπλουτου μεγαλοβιοτέχνη. Είναι ο ορισμός του κιτς, ως υπερθετικού του υπερφίαλου. Υπάρχει ο Πάνας ο τραγοπόδαρος, ο Διόνυσος, ο θεός του τσίπουρου, ακόμη και ένας συμπαθής γαϊδαράκος, στυλοβάτης της τοπικής οικονομίας πριν από τα 4Χ4, που θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τις νατουραλιστικές ανησυχίες των επιλεξάντων αυτή την προσβολή.
Επίσης δεν μπορώ να μην σχολιάσω και την καταστροφή της μονής της Αγίας Τριάδας από χέρια ιερωμένων, που δείχνει το ανιστόρητο και το ευτελές της αντίληψης περί διατήρησης της παράδοσης από τους εντεταλμένους εν προκειμένω ταγούς. Για τέτοιες πέτρες του 1700, προσκυνητάρια αγωνιστών, που κατέληξαν αποστειρωμένοι και παγωμένοι αποδέκτες ανιστόρητων επισκεπτών και που τις θεωρούν ερείπια οι μεγαλόσχημοι κληρικοί και ορισμένοι οσφυοκάμπτες κοσμικοί, γι’ αυτές τις πέτρες έλεγε ο Μακρυγιάννης ότι πολέμησε η γενιά του.
Όλα αυτά είναι πληγές, σύγχρονες πληγές που πρέπει να επουλωθούν το ταχύτερο.
Ως προς τη μορφολογία και την τυπολογία του οικιστικού αποθέματος, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει:
1.    Να ιεραρχηθούν παρεμβάσεις για την αποκατάσταση και αναμόρφωση των όψεων, κατ’ αρχάς στα ζωτικά σημεία του οικισμού (κεντρικός δρόμος, πλατείες, περιβάλλων χώρος των μνημείων) και
2.    Να εκπονηθεί ένα σχέδιο επί μέρους αποκαταστάσεων και διαμορφώσεων των όψεων των τοπικών οδών.
3.    Να προταθούν τυπολογικά και μορφολογικά πρότυπα για κάθε νέα δόμηση
Εναπόκειται στις ευαισθησίες των όποιων σχεδιαστών να παρέμβουν με περισσή προσοχή και τέχνη, ώστε να συνθέσουν τον αδόμητο χώρο με τον δομημένο και το πράσινο με τρόπο οργανικό και τρυφερό και να δημιουργήσουν μια σύγχρονη υποδομή και δομή εν τέλει, που να οσμώσει το παλιό με το νέο, που να βάλει τις βάσεις για τη νέα εποχή που πρέπει να βιώσει ο τόπος.
Κι επειδή, όπως λέει ο Καβάφης:
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δε θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις,
το ζήτημα του Λιβαδίου, κατά βάση, είναι η επανάκτηση της παλιάς του ταυτότητας με παράλληλη αναζήτηση μιας νέας στο οικιστικό σύστημα της χώρας που μέχρι τώρα αναπτύχθηκε ετεροβαρώς και που τώρα προσπαθεί κι αυτό να οργανώσει τις υποδομές του και να ανταποκριθεί στους νέους ρόλους που του προδιαγράφει διαλεκτικά η ιστορία.

Γνωρίζουμε ότι το κάθε προϊόν του σχεδιασμού οφείλει να είναι αποδεκτό από την κοινωνία στην οποία απευθύνεται, ταυτόχρονα από τεχνικής, λειτουργικής, οικονομικής, κοινωνικής και αισθητικής πλευράς. Ας μη πριμοδοτήσουμε ιδιαίτερα καμία από αυτές εις βάρος των άλλων, κυρίως τις πονηρές κι ας μην υποβαθμίσουμε ή αγνοήσουμε άλλες, κυρίως τις ακριβές. Ας μην ανατρέψουμε ισορροπίες που μια πρόταση φιλοδοξεί ότι επιτυγχάνει κι ας μη καταστρέψουμε τις ευγενείς φιλοδοξίες και τα οράματα, τόσο των όποιων ευαίσθητων αρμοδίων, όσο και των κατοίκων, παλαιών και νέων. Κυρίως όμως ας μην είμαστε υπόλογοι για έλλειψη οραμάτων περιβαλλοντικού σεβασμού προς τις νέες γενιές.

Ούτως ή άλλως ένα σχέδιο, όποιας κλίμακας και είδους, ποτέ δεν εφαρμόζεται στην πληρότητα του. Η διάσταση που υπάρχει μεταξύ του σχεδίου επί χάρτου και του σχεδίου εφαρμογής, δημιουργεί πολλές φορές την αίσθηση ή ακόμη και τη βεβαιότητα της εικονικής πραγματικότητας. Η εφαρμογή ενός σχεδίου λοιπόν, αποτελεί συνήθως μια ουτοπική πραγματικότητα. Και ως γνωστόν, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ μιας ουτοπικής πραγματικότητας και μιας πραγματικής ουτοπίας.
Επειδή Πόλη είναι η προβολή της ιστορίας στο έδαφος,
Δεν μένει παρά να ξέρουμε να βλέπουμε, να ξέρουμε να διαβάζουμε την ιστορία και να μάθουμε να διορθώνουμε τα ‘ορθογραφικά’ μας ιστορικά λάθη.
Με την έννοια αυτή, ας είμαστε αισιόδοξοι ότι η προβολή της ιστορίας της πόλης του Λιβαδίου στο έδαφος, σε κάποιο μετρήσιμο ιστορικά χρόνο, θα είναι η προβολή μιας καλύτερης κοινωνίας. Και όπως αναφέρει ο Δάντης στη Θεία του Κωμωδία, η ελπίδα είναι η τελευταία που πεθαίνει. Και κανείς δεν μπορεί να μας αρνηθεί την ελπίδα ότι η ουτοπία του σήμερα θα είναι η πραγματικότητα του αύριο.

Κι ένα υστερόγραφο:
Επειδή υπάρχει μία διάθεση από τους κυβερνώντες, κάτι περίεργους γιάπηδες εξ Εσπερίας, κάτι τεχνοκράτες της πολυθρόνας με περίεργα και κολοβά ελληνικά μεταγλωττισμένα από αγγλικά, για την αξιοποίηση των λιγνιτικών αποθεμάτων του κάμπου της Ελασσόνας και κατ’ επέκταση την ‘Πτολεμαϊδοποίηση’ της περιοχής, θα απαντήσω με στίχους του μεγάλου μας ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου από τη συλλογή του ‘Τα παράλογα’, μελοποιημένα από τον μέγα Μάνο Χατζιδάκι:
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι και άγρια μέντα και έβγαζε η γης το πρώτο της κυκλάμινο,
τώρα χωριάτες παζαρεύουνε τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο,
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες και το καινούριο πάν να δουν διυλιστήριο.
Αν αυτό θέλουν, ας τους στείλουμε για εκδίκηση τα πρακτικά αυτού του σεμιναρίου. Ίσως αγγίξει ο ποιητής τις όποιες ξεχασμένες τους ευαισθησίες, αν τυχόν δεν τις έχουν θάψει τα σπρεντς, τα τοξικά ομόλογα και τα σουάπς