Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

 

Η ανεξίτηλη γραφίδα του Δημήτρη Μπρούχου

στο παλίμψηστο του Β’ Αρρένων (2ου ΓΕΛ) Θεσσαλονίκης

Γιώργος Ι. Συνεφάκης

-------------------------------------------------------------------------------

Εισήγηση στην εκδήλωση του ΙΚΤΙΝΟΥ προς τιμήν του στις 20/3ου 2024

 

Όταν μου πρότεινε ο φίλτατος Δημήτρης Μπρούχος, ένας καταξιωμένος ποιητής, λογοτέχνης και στιχουργός, να μιλήσω στην εκδήλωση που οργάνωσε ο ΙΚΤΙΝΟΣ προς τιμήν του, υποσυνείδητα ένοιωσα ότι πρέπει να αρνηθώ. Τι δουλειά έχω εγώ, ένας αρχιτέκτων-πολεοδόμος μηχανικός, ένας ερασιτέχνης αναγνώστης των έργων του και ερασιτέχνης ακροατής των μελοποιημένων στίχων του, να μιλήσω για το έργο ενός καταξιωμένου ποιητή και στιχουργού; Αλλά όταν με κάρφωσε με το αφοπλιστικό και διεισδυτικό του βλέμμα, αναγκάστηκα να ψελλίσω ένα ΝΑΙ, θεωρώντας τιμή μου που με επέλεξε ως ομιλητή. Είδα μετά και τον κατάλογο των εγκρίτων ομιλητών της εκδήλωσης, που καλύπτουν όλο το φάσμα του τεράστιου έργου του Μπρούχου και πάγωσα ακόμη περισσότερο, φοβούμενος τις επικαλύψεις, μιά που με τοποθέτησε ως τελευταίο ομιλητή.

Εν πάση περιπτώσει, είπα να το παλέψω, διότι πέραν όλων των άλλων φιλικών μου αισθημάτων προς αυτόν, η μεγάλη αγάπη του Δημήτρη Μπρούχου για το Σχολείο μας το Β’ Αρρένων -το σημερινό 2ο ΓΕΛ- με συγκινεί, δεδομένου ότι ο Σύλλογος αποφοίτων του, ο ΙΚΤΙΝΟΣ, είναι δικό μας παιδί που βγήκε από τα σπλάχνα μας και που είχα την τιμή να είμαι ο 1ος του Πρόεδρος από το 2012 που ιδρύθηκε, έως το 2015.

Ο τίτλος της εισήγησής μου προκύπτει από την άποψή μου ότι το Β’ Αρρένων, νυν 2ο ΓΕΛ,, (όπως και κάθε εκπαιδευτική δομή), αποτελεί ένα παλίμψηστο, -μάλιστα ένα πολυπαλίμψηστο, εάν μου επιτρέπεται ο όρος-, όπου χρόνο με τον χρόνο γράφεται η ιστορία διά χειρός μαθητών και καθηγητών, πάντα στο πλαίσιο της περιρρέουσας κοινωνικής ατμόσφαιρας στις συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές.

Μία από τις γραφίδες, είναι και εκείνη του Δημήτρη Μπρούχου, τον οποίο τιμάμε σήμερα. Επώνυμος ποιητής, λογοτέχνης και στιχουργός, διαμάντι ύφους και ήθους, αλλά έξω από τα αθηνοκεντρικά κυκλώματα. Έρχεται να προσθέσει το όνομά του στους διακεκριμένους διαχρονικά αποφοίτους του Σχολείου μας, που ήδη 8 από αυτούς τιμήσαμε ως ΙΚΤΙΝΟΣ (Ανδρόνικος, Χριστιανόπουλος, Βακαλόπουλος, Βαφόπουλος, Καραγάτσης, Βαρβιτσιώτης, Σπύρου, Βουτσάς) ονοματίζοντας ισάριθμες αίθουσες του Λυκείου και που άλλους τόσους περίπου θα τιμήσει ανάλογα και το Γυμνάσιο, λίαν προσεχώς.

Σ’ αυτό λοιπόν το παλίμψηστο ηλικίας 110 ετών του Σχολείου μας, όπως και σε κάθε παλίμψηστο, ο ποιητής ξύνει με την γραφίδα του στην περγαμηνή ό,τι θέλει, αλλά κυρίως όπως θέλει. Όμως σ’ αυτόν τον περίεργο και αλλοπρόσαλλο τόπο που ζούμε, άλλα χαράζει ο ποιητής και συνήθως άλλα απαγγέλει ή ακόμη και αποκρύπτει ο δημόσιος τελάλης, ειδικά ο τελάλης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση του Μπρούχου όμως, έχουμε την ευτυχή σύμπτωση, του να ταυτίζονται ποιητής και τελάλης. Ο Δημήτρης Μπρούχος είναι ο δημόσιος τελάλης της γραφής του, μιάς γραφής ανθρώπινης, καθαρής, τρυφερής, ερωτικής, που συμπυκνώνει σε στίχους-καρφιά καημούς, χαρές, παράπονα, μεράκια, λύπες, νίκες ή και ήττες. Οι στίχοι αυτοί, γεμάτοι αλληγορίες και δομημένοι σε συμπαγείς στροφές, συνήθως με ρίμες ιαμβικού ενδεκασύλλαβου ή δεκαπεντασύλλαβου, ζευγαρωτές ή σταυρωτές με τομές και επενδεδυμένοι με θεσπέσιες πεντάγραμμες νότες, σε κάνουν με την στεντόρεια φωνή τους να νοιώθεις ότι σε διαπερνά ένα ρίγος αληθινής ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου, ότι επώνυμοι μουσικοί και τραγουδιστές, μας μετέφεραν επάξια το έργο του.

Προσωπικά, κατά τα μαθητικά μου χρόνια στο 6τάξιο Β’ Αρρένων -είμαι απόφοιτος του 1969-, έχοντας βιώσει εβδομαδιαίως τα πέντε 7ωρα και το ένα σαββατιάτικο 6ωρο, σε μία «πειραματική» θα έλεγα σύζευξη πρακτικού και κλασικού, με όλα τα μαθήματα θεωρητικής και θετικής κατεύθυνσης επί 6 χρόνια, με γοήτευαν πέραν των άλλων θετικών, πάντα στα μαθήματα περί Ομήρου και Βιργιλίου οι ιαμβικές πολυσύλλαβες ραψωδίες και η μουσικότητα του ρυθμού τους. Μάλιστα, στο λεύκωμα που έγραψα για το ιωβηλαίο των 50 χρόνων από την αποφοίτησή μας το 2019 (βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Σχολείου), κατέγραψα ως ερασιτέχνης ποιητής, σε ιαμβικό 15σύλλαβο ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας, τα 6 χρόνια της φοίτησής μου εδώ, από την 1η έως και την 6η τάξη, με απ’ ό,τι μου είπαν, σχετική επιτυχία.

Σκέφτηκα λοιπόν να ανατρέξω στα στιχουργικά μελοποιημένα πονήματα του Μπρούχου και να προσπαθήσω για κάποια απ’ αυτά -λόγω και του πεπερασμένου χρόνου που μου παραχωρήθηκε-, να συνθέσω από το περιεχόμενό τους, μία τετράστιχη στροφή για κάθε τραγούδι, σε ιαμβικό κατά κόρον 15σύλλαβο, ένα ποτ-πουρί, κάτι σαν μία «ασεβή» σπονδή στον ίδιο και στο έργο του. Ίσως αυτή η προσπάθειά μου να προσδώσει μια άλλη νότα στην εκδήλωση, δεδομένου ότι οι προλαλήσαντες θα έχουν σίγουρα αναλύσει σε βάθος και ακτινογραφήσει τον έντεχνο ποιητικό λόγο του Δημήτρη Μπρούχου.

Θυμήθηκα μία ρήση του νομπελίστα Ντάριο Φο, που την είχα ακούσει στα μέσα της 10ετίας του ’70, η οποία μου άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά, όσον αφορά στα ακούσματα ενός τραγουδιού. Ο Ντάριο Φο είχε πει: «Εάν θέλεις να αξιολογήσεις ένα τραγούδι, πρώτα απομόνωσε τελείως την μουσική και διάβασε μόνον τους στίχους, ώστε να ακουμπήσεις τις έννοιες και την φιλοσοφία τους. Μετά, απομόνωσε τα λόγια και άκουσε μόνον την μουσική, ώστε να νοιώσεις τον ρυθμό της. Εάν σου αρέσουν και τα δύο, τότε το τραγούδι είναι καλό και μπορείς να το απολαύσεις»

Με αυτήν την λογική λοιπόν, κάθισα και άκουσα την μελοποιημένη ποίηση των τραγουδιών του Δημήτρη Μπρούχου. Σημειώνω εδώ, κάτι που ίσως διαφεύγει στους περισσότερους από εμάς. Στην Ελλάδα, είθισται κατά κόρον να ταυτίζουμε ένα τραγούδι με τον τραγουδιστή, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τους δημιουργούς του, στιχουργούς και συνθέτες. Λέμε π.χ. ένα τραγούδι του Νταλάρα ή του Μητροπάνου, ενώ αυτοί είναι απλώς οι εκτελεστές. Μόνον στα διάσημα ονόματα κάνουμε αναφορά στους δημιουργούς, π.χ. Χατζηδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο ή Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη κ.ο.κ. Καιρός είναι να αρχίσουμε να προτάσσουμε πάντα τους δημιουργούς και σε δεύτερη αναφορά τους εκτελεστές.

 Καταπιάστηκα λοιπόν με κάποιους στίχους του που έγιναν τραγούδια, 10 τον αριθμό:

Το τασάκι, Ξημερώνει, Απόδειξέ το, Βεγγαλικά πολύχρωμα, Για να μην ξεχνώ θυμάμαι, Αιγαίου φως, Έλληνας γνήσιος, Τα παλιά τα τραίνα, Το καπάρο, Και το λέμε ζωή

Συστήνω φυσικά ανεπιφύλακτα, σε όσες και όσους δεν έχουν διαβάσει το στιχουργικό έργο του Μπρούχου, να το κάνουν, διότι θα ευφρανθεί η καρδία τους.

Πάμε λοιπόν, ξεκινώντας με έναν πρόλογο δικό μου:


Όταν μου ‘κανε πρόταση ο Μπρούχος να μιλήσω

Σ’ εκδήλωση του Δεύτερου κι έτσι να τον τιμήσω

Κάθισα και μελέτησα τους όμορφούς του στίχους

Που διάσημοι επένδυσαν πανέμορφα με ήχους

 

Είδα πως χρησιμοποιεί με φίνα μαεστρία

Τις ιαμβικές τις συλλαβές, λες κι είναι ραψωδία

Και άρχισα να προσπαθώ, με στίχους του να παίξω

Σαν λεκτικό εράνισμα, πουλόβερ να του πλέξω

 

Σμίγοντας λόγια όμορφα απ’ τα ποιήματά του

Και λέξεις μέσα απ’ την ψυχή, όλες απ’ την σοδειά του

Να ράψω σταυροβελονιά, αγάπες κι απουσίες

Να καρικώσω όνειρα, όρκους κι αμφιβολίες

 

Το Τασάκι

Ξεκίνησα με μάγισσες, τσιγάρα και τασάκια

Με γράμματ’ ανεπίδοτα και με κρυφά γελάκια

Με σάπιο πλοίο αραχτό, δίχως γερό κατάρτι

Με της ψυχής τα κύματα να μοιάζουν με αντάρτη

 

Βεγγαλικά πολύχρωμα

Πήρα μετά βεγγαλικά, πήγα και στην πλατεία

Γιά να γεμίσω ουρανούς, να είναι σαν μαγεία

Φώναξα και τα όργανα, κορίτσια να χορέψουν

Δείχνοντας τα στριφώματα, τα μάτια μας να τέρψουν.

 

Απόδειξέ το

Ήρθε μετά μια όμορφη, που όρκο δεν κρατούσε

Για το πώς ένοιωθε αυτός, ποτέ της δεν ρωτούσε

Καράβι ακυβέρνητο που δεν πιάνει λιμάνι

Γι’ απόδειξη ότι μ’ αγαπά, ούτε νεύμα δεν κάνει

 

Αιγαίου φως

Μιά άλλη που την κάλεσε για να την σεργιανίσει

Και στου Αιγαίου τα νερά, μέσα να την βαφτίσει

Με βάρκα και βαρκάρισσα μιά γελαστή γοργόνα

Και με νονό με τρίαινα, τον όσιο Ποσειδώνα

 

Έλληνας γνήσιος

Μέσ’ του καιρού του τον κρατήρα, ανάβει άστρα λαμπερά

Και ονειρεύεται και κλαίει, αντρίκεια δάκρυα αλμυρά

Σφιχτά κρατώντας μες΄ τη χούφτα, του έρωτα ένα κλειδί

Κράμα μιάς έρμης χαρμολύπης, Έλληνας γνήσιος δηλαδή

 

Τα παλιά τα τραίνα

Τα παλιά τα τρένα, τα ξενιτεμένα, είναι αραγμένα

Έχουν της λησμονιάς σκουριά και παραπονεμένα

Θυμίζουν ζεϊμπέκικα μεράκια Καζαντζίδη

Και δάκρυα της ξενιτιάς σαν το στερνό ταξίδι

 

Το καπάρο

Θα πάρω πίσω το καπάρο, από τα ρέστα της ζωής

Και θα καρφώσω ένα τσιγάρο μέσα στο στόμα της ψυχής

θα γράψω ύστερα ένα γράμμα, με μία πένα κοφτερή

Κι αφού θα σου το απαγγείλω, μετά θα κάψω το χαρτί

 

Για να μην ξεχνώ θυμάμαι

Προσεύχεται το δάκρυ μου, ποτίζοντας τραγούδια

Του ήλιου οι ακτίνες τρέφουνε, ρίζες, πέτρες, λουλούδια

Τα όνειρά μου στον γκρεμό, μα εγώ δεν τα φοβάμαι

Διότι άγγελοι τα σώσαν για να μην ξεχνώ, θυμάμαι.

 

Και το λέμε ζωή - (Μεταφέρω από σεβασμό, άθικτη την τελευταία στροφή του πρωτοτύπου)

Πόσα παιδιά πεθαίνουν πάνω στον Πλανήτη,

πόσα κλαδιά καμένα κείτονται στη γη

και πόσο φως απ’ της ψυχής μας τον φεγγίτη,

να στείλει ο ήλιος να γιατρέψει μια πληγή.

 

Πλησιάζοντας προς το τέλος, παραθέτω αυτούσιο ένα εξαιρετικό πόνημά του.

Έχει τίτλο «Κατάδυση»:

Πρέπει να κατεβώ μέχρι το μηδέν. Να πήξω τη γλώσσα μου. Να λύσω το χορό των συμφώνων. Να λάβω το χρίσμα των φωνηέντων. Να ξεντυθώ το χιτώνα των Πρωτοπλάστων. Και νʼ ανοίξω τον κύκλο των εργασιών μου. Σκάβοντας βαθιά. Για τον Ουρανό.

Τελειώνοντας, του χαρίζω ένα τμήμα από το λεύκωμα που έγραψα για το ιωβηλαίο των 50 χρόνων από την αποφοίτησή μου το 2019 από το Β’ Αρρένων, το Σχολείο μας, που το αγαπάει κι αυτός τόσο πολύ:


Παλίμψηστο είναι το Σχολειό, περγαμηνή αιώνια

Που ξύνανε επάνω της στα δύσκολα τα χρόνια

Εκατοντάδες μαθητές χαράξαν τη ζωή τους

Σε Κατοχές κι Εμφύλιους αφήσαν την κραυγή τους

 

Και συνεχίζουνε διαρκώς να ξύνουν κάθε χρόνο

Επάνω στο παλίμψηστο, χαρές, λύπες και πόνο

Φουρνιές-φουρνιές οι μαθητές που διαρκώς θηλάζουν

Απ’ της παιδείας τον μαστό και δεν εφησυχάζουν.

 

Θα μείνουν ανεξίτηλα της νιότης μας τα χρόνια

Και θα τα διηγούμαστε μέχρι και στα εγγόνια

Και την μαθητική ζωή, παρ’ όλα της τα ζόρια

Σαν άσμα θα την ψέλνουμε και με φωνή στεντόρεια

 

Άνθρωποι είναι οι μνήμες τους και συγκρατούνε μόνο

Τις ανεξίτηλες στιγμές που γράφτηκαν στο χρόνο

Και το Σχολειό μάς άφησε πολλά τέτοια σημάδια

Αλλά περνάνε δυστυχώς τα χρόνια τα ρημάδια

 

Κι αν κάποιος από μας περνά, έξω απ’ το Σχολείο

Ας το κοιτάξει τρυφερά, γιά μας είναι μνημείο

Είναι τοπόσημο ζωής, που γιά 6 χρονάκια

παρέλαβε μειράκια και έβγαλε αντράκια

-------------------------------------------------------------------------

Ο Μπρούχος μας λοιπόν:

 

Ο Μπρούχος μας είναι σεμνός, του μέτρου είναι μύστης

Πακτώνει λέξεις στερεά, του λόγου είναι κτίστης

Γι’ αυτό και το Σχολείο μας, σήμερα τον τιμάει

Διότι κι αυτός μας έδειξε πόσο το αγαπάει.

 

Γι’ αυτό κι εγώ του εύχομαι, έμπνευση πάντα να ‘χει

Με λέξεις να τσακώνεται σε μια αέναη μάχη

Κι όπως λέει σ’ έναν στίχο του, ποτέ δεν θα πεθάνει

Θα βγαίνει πάντα νικητής, ακόμη κι όταν χάνει

 

Σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας και την αντοχή σας.

 Γιώργος Ι. Συνεφάκης

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

 Ημέρα ποίησης σήμερα, 21/3ου/2024.

Συμβάλλω κι εγώ ντροπαλά, με ένα απόσπασμα από το προσωπικό μου βιογραφικό, με τίτλο "Το 15σύλλαβο καρίκωμα μιάς ανιαρής ζωής"
..........................................................................
Τα όνειρά μας άπιστα και μ’ άλλους ύπνους πήγαν
Ελπίδες που ποτίζαμε, σηκώθηκαν και φύγαν
Τα μάτια μας τα κλείναμε μπροστά στις καταιγίδες
Με το στανιό συνένοχοι στις ονειροπαγίδες

Μας κυβερνάνε άδοξα γενιές πολυτεχνείου
Που αφού εξαργυρώσανε νειάτα του μεγαλείου
Τώρα με γλώσσα ξύλινη, συνέργειες κι οσμώσεις
Συναίνεση στη Λαϊκή πουλάνε πιά με δόσεις

Ρυτίδες μάς χαράξανε στις μάσκες της ψυχής μας
Στερέψαν τ’ αποθέματα και της υπομονής μας
Αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθαν όλα
Τα οράματα τρακάρανε, σφοδρή η καραμπόλα

Και υποθήκη βάλανε το μέλλον των εφήβων
Τρόϊκες και περικοπές, λιτότης εις τον κύβον
Μεταλλαγμένοι κυνικοί, ψεύτες και λωποδύτες
Σκιών θεάτρου ανδρείκελα, της χώρας αγιογδύτες

Βγάλαν τα μέτρα παγανιά και τα σταθμά σεργιάνι
Βάλαν λαμόγια και λαό στο ίδιο το καζάνι
Σαν τα θλιμμένα ορφανά που είναι πατροκτόνοι
Την επιείκεια ζητούν μέσ’ από την οθόνη

Άφλεκτοι ορίζοντες σιωπής στου χαβαλέ τη σήψη
Οι Ελλάδες μου παράλληλες κι ό,τι ‘θελε προκύψει
Μεταλλαγμένες κεφαλές κι αντίστροφες μετρήσεις
Μας φέρανε σε καθεστώς να ζούμε με αναμνήσεις

Γίναμε’ όλοι ναυαγοί Οιδίποδες της μνήμης
Αρχαίου κλέους κόλακες, μύστες αρχαίας φήμης
Πήραμε και μιά προφορά ιδιόλεκτου χαώδους
Οσφυοκάμπτες όμηροι συνείδησης πορώδους

Μας κοροϊδεύουνε διαρκώς, γιά Ιθάκες τσαμπουνάνε
Κι εμείς Οδύσσειας πλήρωμα όλο κουπί τραβάμε
Δεν λεν πως στη δεκάχρονη πάλη με τους Αιόλους
ο Οδυσσέας έθαψε τους σύντροφούς του όλους

Τη χώρα που στεφάνωσαν ο Μίκης με τον Μάνο
Κι ο Ελύτης με Σεφέρη μας και με το παραπάνω
Τη βλέπουνε να πένεται και να αργοπεθαίνει
Ενώ των άθλιων η ψυχή τα χέρια της τα πλένει

Σαν μούτσοι σαπιοκάραβου, της Κίρκης θιασώτες
Παρλάρουμε ασύστολα ως φο μπιζού πατριώτες
Μη μου τους κύκλους τάραττε ω πόρνη κοινωνία
Ψελλίζουμε τεμπέλικα αρχαία μεγαλεία

Ακτήμονες συνείδησης με τύψεις στη φορμόλη
Και πωλητήριο του εγώ ειν’ η ζωή μας όλη
Του Τειρεσία απόγονοι και θύματα και θύτες
Και χριστιανοί ορθόδοξοι και λίγο Ιησουΐτες

Πένητες καταντήσαμε του λόγου και της σκέψης
Ψάλτες της αφωνίας μας και με ξύλινες λέξεις
Κι από τα αρχαία αγάλματα κι Ερμή του Πραξιτέλη
Φτάσαμε σε λικνίσματα και χύδην τσιφτετέλι

Μπογιατισμένα όνειρα σε φόντο ασβεστωμένο
Το επίδομα ψευδαίσθησης κι αυτό είναι κομμένο
δάνεια ελπίδας προσπαθούν οι αλήθειες να μας δώσουν
αυτές που τις κατάκλεψαν δήθεν για να μας σώσουν

Τα όνειρα επιδέχονται μικρές παρασπονδίες
Κι όχι όπως τα κάνανε δίχως μικρές θωπείες
Φτιάξαμε και μία ζωή γεμάτη διγλωσσίες
με λόγια κούφια κι άνοστα κι άσκοπες ευλογίες

Μας μυκτηρίζουν όλοι τους με τα μεγάλα λόγια
Παραλλαγές κακότεχνες, ζήτωσαν τα λαμόγια
Κι εμείς τις ρητορείες μας με δήθεν αιτιάσεις
Με καπουτσίνα ραίνουμε De Facto επαναστάσεις

Σκληράδες υπερβολικές; διαδραστικές συγχύσεις;
Από παλιούς αγωνιστές υπάρχουν απαιτήσεις
Έγκλειστοι στο καβούκι μας αναλυτές αιτίων
Γοργά θα καταλήξουμε συλλέκτες επετείων

Ωστόσο, έχουμε ως λαός κι εμείς τα θετικά μας
Στήνουμε εύκολα είδωλα, τα φέρνουμε στα νερά μας
Κι αφού τα αγιοποιήσουμε ιδιοτελώς και χύμα
Μετά τα παραχώνουμε γονυπετείς στο μνήμα

Και χαίρουμε εκτιμήσεως και πλήρεις εγκωμίων
Μάτι δεν βγάλαμε ποτέ, ως όμοιοι ομοίων
Μελαγχολήσαμε μουντά και τη δημοκρατία
Ανάψαμε κι ένα κερί για την ορθοδοξία

Παιδιά, εμείς γεράσαμε, πιάσαμε τα στασίδια
Ιδανικοί αυτόχειρες και μία από τα ίδια
την ιστορία παίξαμε στα 5 δάχτυλά μας
τη χώρα μας ενέχυρο την έβαλε η γενιά μας

Ενός λεπτού ας κρατήσουμε σιγή για τα πεσόντα
Τα όνειρα που θάψαμε, τζάμπα τόσα προσόντα
Υπερβολές από τη μιά, την άλλη μηδέν άγαν
Μερέψαμ’ όλα τα θεριά αλλά οι κοριοί μας φάγαν
......................................................................